του Μαυροζαχαράκη
Μανόλη
Κοινωνιολόγος -
Πολιτικός Επιστήμονας
Κάτι νέο γεννιέται
Τον
τελευταίο καιρό φαίνεται να ανδρώνεται διεθνώς ένα νέο και ελπιδοφόρο κίνημα
που ξεκίνησε από τις ΗΠΑ, με το σαφές
σύνθημα «καταλάβετε την Wall Street».
Το
κίνημα αυτό αντιστέκεται στην δύναμη των τραπεζών και των χρηματοπιστωτικών
αγορών και το επίκεντρο της
κριτικής και της διαμαρτυρίας του, δεν εστιάζεται στη δημοσιονομική διαρρύθμιση, στην διάσωση των τραπεζών ή στο εθνικό
χρέος, αλλά είναι πολύ πιο θεμελιώδες και αφορά το ζήτημα της διανομής του
πλούτου.
Πράγματι
εάν ανατρέξουμε στις εστίες της κρίσης, θα θυμηθούμε ότι έχει τις καταβολές
της, στις χρηματοπιστωτικές αγορές, αλλά
μετασχηματίστηκε και μετονομάστηκε από μερίδες της διεθνούς πολιτικής και
οικονομικής εξουσίας, σε κρίση δημόσιου χρέους.
Στην
οικονομική κρίση, η οποία μεταλλάχθηκε μέσω των πολυάριθμων πακέτων διάσωσης
των τραπεζών σε κρίση δημόσιου χρέους, οδήγησε ο συνδυασμός φθηνού χρήματος, η
απορρύθμιση (αν μη τι άλλο η αγορά ενυπόθηκων δανείων) και οι «σκιώδης»
χρηματοπιστωτικές καινοτομίες (τιτλοποίηση, συμφωνίες ανταλλαγής κινδύνου
αθέτησης - CDS).
Στην
περίπτωση της κρίσης του ευρώ προστίθενται οι ανισορροπίες και των ισοζυγίων
πληρωμών. Πολλοί οικονομολόγοι μιλούν για τα τρία Α ως αίτιες της κρίσης:
ανισότητα, ανισσόροπη κατανομή δύναμης, αρρύθμιστες αγορές.
Όλα
αυτά βέβαια δεν εξηγήσουν γιατί τα
ευρωπαϊκά κράτη εκπονούν συνεχώς νέα σχέδια για τη διάσωση των τραπεζών - σε
βάρος των φορολογουμένων.
Κατά πρώτον, υπάρχει η
δύναμη των τραπεζών που συμβολίζεται στο σύνθημα TBTF (too big to fail). Κατά
δεύτερον, δεν θα είχαν οι χρηματοπιστωτικές αγορές την δύναμη που έχουν, αν δεν
μπορούσαν να κινήσουν τόσο πολύ χρήμα.
Αυτό
όμως έγκειται περισσότερο στην συγκέντρωση του πλούτου στα χέρια λίγων, που
έχουν τόσα πολλά χρήματα που δεν μπορούν πλέον να το χρησιμοποιήσουν για
κατανάλωση.
Εάν η
κατανομή του πλούτου ήταν πιο
ισορροπημένη, θα υπήρχαν ορατές επιδράσεις πάνω στην ζήτηση, πράγμα το οποίο θα
ενίσχυε την πραγματική οικονομία σε αντίθεση με τον καπιταλισμό καζίνο που
επικρατεί σήμερα.
Η εισοδηματική ψαλίδα
Από
τη δεκαετία του '80, ωστόσο, οι πολιτικές τύπου Θάτσερ και Ρέιγκαν, φρόντισαν
να αποσυνδεθεί η εργασία και το εισόδημα: τα συνδικάτα αποδυναμώθηκαν και μια
οικονομία χαμηλών μισθών δημιουργήθηκε μέσα από την απορύθμιση της αγοράς
εργασίας και τη διάλυση του συστήματος πρόνοιας. Το αποτέλεσμα: στασιμότητα μισθών και
μείωση του ποσοστού που καταλαμβάνουν οι μισθοί επί των εθνικών εισοδημάτων.
Στην
Γερμανία για παράδειγμα το προσαρμοσμένο ποσοστό των μισθών το 2008 έφθασε σε
ιστορικό χαμηλό, ενώ τα κέρδη του
χρηματοοικονομικού τομέα εκτινάχθηκαν στα ύψη. Ωφελημένη και πάλι η ολιγαρχία
του πλούτου.
Η
εξέλιξη αυτή φυσικά δεν είχε θετικό αποτέλεσμα στα φορολογικά έσοδα του
κράτους. Μάλλον το αντίθετο. Οι φορολογικές μεταρρυθμίσεις των τελευταίων ετών
σε όλη την Ευρώπη, συνέβαλαν στην ανακατανομή του πλούτου από κάτω προς τα
πάνω.
Το
αποτέλεσμα είναι ότι η εισοδηματική ψαλίδα μεταξύ του πλουσιότερου και
χαμηλότερου 10% των ευρωπαϊκών κοινωνικών άνοιξε δραματικά.
Το
μερίδιο των μισθολογικών αποζημιώσεων των εργαζομένων στο εθνικό εισόδημα
μειώθηκε στην Γερμανία το διάστημα 1980-2010 από 73% στο 63%.
Όπως δείχνουν οι έρευνες το εισόδημα του 10% της Γερμανικής
κοινωνίας με τον χαμηλότερο μισθό μειώθηκε από το 1999 έως το 2010, κατά 9,6%, ενώ το εισόδημα των κορυφαίων εισοδημάτων
αυξήθηκε το ίδιο διάστημα κατά 16,6%.
Είναι δε σημαντικό να τονιστεί ότι το ίδιο διάστημα διαπιστώνεται μια αύξηση της μέσης αμοιβής των μελών των Διοικητικών Συμβουλίων Επιχειρήσεων κατά 21% χωρίς να λογαριάζουμε τα οφέλη για
τη συνταξιοδότηση.
Είναι
προφανές ότι αυτοί οι κύκλοι ελάχιστα επηρεάστηκαν από την κρίση. Απεναντίας
11,5 εκατομμύρια άνθρωποι, δηλαδή 14%
του γερμανικού πληθυσμού, ζούσαν με ένα διαθέσιμο εισόδημα που ορίζεται από την
ΕΕ κάτω από το όριο της φτώχειας, δηλαδή περίπου κατά 1/3 περισσότεροι από ό,τι
πριν από δέκα χρόνια. Έτσι, η ανισότητα του εισοδήματος στη Γερμανία αυξάνεται
κατά δύο φορές περισσότερο σε σχέση με τον
μέσο όρο του ΟΟΣΑ.
Αν
λάβει κανείς υπόψη τον πλούτο σε αυτή τη χώρα, όπως επιβεβαιώνουν εκτιμήσεις
της Allianz Investors Global, οι μέσες ακαθάριστες χρηματοοικονομικές αποδοχές
αυξήθηκαν κατά περίπου 220
δισεκατομμύρια € το 2010 και έφτασαν έως τέλους του ίδιου έτους στο αστρονομικό
ρεκόρ των € 4.880.000.000. Κατά μέσο όρο, λοιπόν ο κάθε Γερμανός πολίτης διέθετε ένα εισόδημα
των € 59.900, σχεδόν 3.000 ευρώ περισσότερα σε σχέση με το 2009, κάτι που
ανάγεται βασικά σε χρηματιστηριακά κέρδη του κεφαλαίου. Ο αριθμός των εκατομμυριούχων κατά το
2009 ανήλθε σε πάνω από 860.000 άτομα, 6% περισσότεροι από ό,τι στην κρίση του 2008, αλλά και πολύ
περισσότεροι από προηγούμενα χρόνια.
Το
τελευταίο έτος αυξήθηκε, η αξία των συνολικών περιουσιακών στοιχείων για τις
100 μεγαλύτερες γερμανικές επιχειρήσεις κατά 6,5% σε 307.350 δισεκατομμύρια €. Το
πλουσιότερο 10% πληθυσμού έχει σήμερα 61,1% του συνολικού ενεργητικού πλούτου.
Το 2002, το ποσοστό ήταν μόνο 57,9%. Απεναντίας 27% του
πληθυσμού, δεν έχουν κανένα εισόδημα ή έχουν αρνητικό εισόδημα δηλαδή χρέη.
Σύμφωνα
με βάσιμους υπολογισμούς, το πλουσιότερο 0,1% των γερμανικών νοικοκυριών
διαθέτει περισσότερα από το 1/5 του συνολικού πλούτου. Το
φαινόμενο αυτό εκτυλίσσεται σε διεθνές επίπεδο. Το εισοδηματικό
χάσμα ανοίγει. Η Σιγκαπούρη, η Μαλαισία, η Σλοβακία και η Κίνα υπήρξαν τα
τελευταία χρόνια, ηγέτες στον χορό των εκατομμυριούχων.
Σχεδόν το 29% των HNWIs (άτομα υψηλής
οικονομικής αξίας), τα νοικοκυριά δηλαδή που διαθέτουν ενεργητικά
χρηματοοικονομικά στοιχεία άνω του 1 εκατομμυρίου δολαρίων - εξακολουθούν να
βρίσκονται στις ΗΠΑ. Μία τέτοια ανισότητα μακροπρόθεσμα δεν είναι
διατηρητέα και όχι μόνο λόγω της υψηλής απειλής κοινωνικών
αναταραχών.
Η Ανισορροπία και το ακανόνιστο των αγορών
Η
λανθασμένη διανομή των πόρων δημιουργεί σοβαρά προβλήματα σε βάρος της
πραγματικής οικονομίας.
Λόγω
της συρρίκνωσης μισθών και συντάξεων δημιουργείται ένα κενό της ζήτησης, το
οποίο αναπαράγει την οικονομική κρίση. Σε πολλές χώρες που μαστίζονται από την
κρίση συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας η αυξανόμενη σχετική εξαθλίωση των
φτωχότερων 90% του πληθυσμού, συμβάλλει στην αύξηση του ιδιωτικού χρέους, το
οποίο έχει ένα πρόσθετο αποσταθεροποιητικό.
Η
συγκέντρωση πλούτου σε λίγα χέρια, παράγει ωστόσο, κερδοσκοπικούς κινδύνους,
που μπορεί να οδηγήσουν υπό συνθήκες ατελώς ρυθμιζόμενων αγορών σε οικονομικές
κρίσεις.
Εκείνοι
που έχουν εντούτοις συγκεντρώσει το χρήμα - μέσω κληρονομιάς ή μέσα από
εξωφρενικές διευθυντικές αποδοχές ή
δραστηριότητες στον χρηματοπιστωτικό τομέα - προσδοκούν τουναντίον
υψηλές αποδόσεις κέρδους. Αυτή η προοπτική είναι πράγματι ορατή υπό συνθήκες
ενός καπιταλισμού καζίνο ο οποίος δουλεύει με όλο και πιο ριψοκίνδυνες μορφές
κερδοσκοπίας.
Όσο
ποικίλες και πολύπλοκες είναι οι αιτίες της κρίσης και ως εκ τούτου
όσο πολύπλοκες και ποικίλες είναι και οι
προτεινόμενες λύσεις, ένας βασικό πυρήνας του προβλήματος της κρίσης έγκειται
στην όλο και πιο άνιση κατανομή του πλούτου. Για να διορθωθεί αυτή η
συγκέντρωση του πλούτου, χρειάζεται
αποφασιστική φορολογία των εισοδημάτων και του πλούτου. Αυτό είναι σαφές
και ξεκάθαρο.
Επί
του παρόντος, ωστόσο, στην Ευρώπη η φορολόγηση του πλούτου με βάση τα στοιχεία
του ΟΟΣΑ για το 2008 κατά μέσο όρο με
εξαίρεση τη Μ. Βρετανία και τη Γαλλία κυμαίνεται μόνο στο 1, 5% έως 4% των δημοσίων εσόδων. Αυτό είναι ένα παρά
πολύ μικρό ποσοστό. Στις ΗΠΑ, οι οποίες έχουν υψηλούς φόρους ιδιοκτησίας, ο
ίδιος φόρος κυμαίνεται περίπου στο 12,1%, στη Βρετανία 11,6%, στην Ιαπωνία 9,6%
και στη Γαλλία, την μόνη χώρα της Δυτικής Ευρώπης με ένα παραδοσιακό φόρο
ακίνητης περιουσίας, 7,8%. Στη Σουηδία, τη Φινλανδία, το Λουξεμβούργο και την Ισπανία - όλοι οι
φόροι περιουσίας καταργήθηκαν τα τελευταία χρόνια.
Φόρος Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας
Στην Γερμανία η φορολόγηση της μεγάλης
ακίνητης περιουσίας καταργήθηκε το 1996. Η περιουσία φορολογείται
πλέον μόνο έμμεσα (φόροι κληρονομιάς και
φόροι οικοπέδου). Στα επιχειρήματα κατά της φορολόγησης της ακίνητης
περιουσίας, οι ενδιαφερόμενοι αναφέρονται κυρίως στο γεγονός ότι αυτή θα
εμποδίζει τη «δημιουργία πλούτου και επομένως, τις επενδύσεις και την
δημιουργία θέσεων εργασίας.
Γνωρίζουμε βέβαια ότι στη πραγματικότητα
ωστόσο, τα στοιχεία του ενεργητικού μεγάλων περιουσιών δεν χρησιμοποιούνται πλέον για πραγματικές επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα,
αλλά ως εικονικά χρήματα που ενθυλακώνονται σε χρηματοπιστωτικές αγορές.
Το δεύτερο επιχείρημα που χρησιμοποιείται είναι ότι η φορολόγηση
της ακίνητης περιουσίας, τρομάζει τους
κεφαλαιούχους και τους ωθεί να μεταφέρουν τις δραστηριότητες τους σε άλλες
χώρες ή σε φορολογικούς παραδείσους.
Το
αντεπιχείρημα είναι ότι το κράτος, αντί να αντιδρά παθητικά στην αντιμετώπιση
της φοροδιαφυγής και στην φυγή κεφαλαίων και να επιδίδεται σε μια συνεχή
περικοπή φόρων, δρώντας από μόνο τους πολλές φορές ως φορολογικός παράδεισος,
πρέπει να καταπολεμήσει ενεργά τους φορολογικούς παραδείσους. Αυτό μπορεί να το
κάνει για παράδειγμα μέσω φορολόγησης όλων των συναλλαγών που γίνονται με φορολογικούς παραδείσους ή μέσω της απόσυρσης των αδειών λειτουργίας για
πιστωτικά ιδρύματα που διαθέτουν
θυγατρικές σε φορολογικούς παραδείσους.
Ενάντια
στην επαναφορά του φόρου μεγάλης κινητής και ακίνητης περιουσίας επιστρατεύεται
από ορισμένους και το επιχείρημα ότι δεν επιφέρει μεγάλα έσοδα σε σχέση με τα
διοικητικά έξοδα που δημιουργεί. Άρα δεν αξίζει τον κόπο. Αυτό συμβαίνει όμως μόνο ένα τα πραγματικά στοιχεία του ενεργητικού της
περιουσίας αποτιμηθούν φορολογικά πολύ χαμηλά.
Ο
φόρος μεγάλης ακίνητης περιουσίας αντιμετωπίζει βασικά δύο προβλήματα: την
καταγραφή και την αποτίμηση του κάθε περιουσιακού στοιχείου. Η σύλληψη της κινητής περιουσίας δεν είναι δύσκολη υπόθεση,
όμως ο προσδιορισμός των πραγματικών αξιών
συναλλαγής (εμπορική αξία) είναι
πολύπλοκη και δαπανηρή υπόθεση.
Αντίθετα,
στην κινητή περιουσία, δεν είναι η νομισματική αξία το πρόβλημα αλλά η σύλληψη
και η καταγραφή.
Απαραίτητη
προϋπόθεση για την φορολογική σύλληψη χρηματοπιστωτικών και χρηματικών
περιουσιακών στοιχείων, όπως επίσης για
μια αυστηρότερη φορολογία κεφαλαιουχικών κερδών, είναι μια αυτόματη ανταλλαγή
πληροφοριών μεταξύ των φορολογικών αρχών
άλλων χωρών και η άρση του τραπεζικού απορρήτου.
Η
αποτίμηση της ακίνητης περιουσίας, μπορεί να γίνει με βάση τα ετήσια έσοδα που
αυτή επιφέρει εφόσον είναι υπό καθεστώς ενοικίασης. Για περιπτώσεις
αυτοχρησίας, η αξία των ακινήτων μπορεί να αποτιμηθεί από ανεξάρτητους
εκτιμητές κατ' αποκοπή ανάλογα με την
θέση.
Με
ένα φορολογικό συντελεστή 1% και πολύ γενναιόδωρες απαλλαγές ειδικότερα για τις
ευάλωτες κοινωνικές ομάδες το κράτος θα μπορούσε να καταγράψει σημαντικά έσοδα
στο ενεργητικό του. Οι γενναιόδωρες απαλλαγές θα καταστήσουν τον φόρο αυτό
κοινωνικά αποδεκτό. Μια πολιτική φόρου ακίνητης περιουσίας είναι να
συνειδητοποιήσουμε τη μεγάλη ευκαιρία της σημερινής κρίσης, εάν εφαρμοστεί
πράγματι για να φορολογηθεί πανευρωπαϊκά η μεγάλη περιουσία.
Στην
Ελλάδα δυστυχώς ο φόρος αυτός εισήχθη όπως και πολλά άλλα μέτρα οριζόντια και
με μοναδική πυξίδα την ανάγκη περισυλλογής κρατικών εσόδων, χωρίς την απαιτούμενη δημόσια συζήτηση.
Αγνοήθηκαν έτσι στοιχεία σημαντικά όπως αυτά της
Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών, βάσει
των οποίων εντοπίστηκαν 8.666 φορολογούμενοι με περιουσία μεγάλης αξίας (άνω 1
εκατ. ευρώ) που δεν είχαν υποβάλει έστω και μια δήλωση Φόρου Μεγάλης Ακίνητης
Περιουσίας κατά τη χρονική περίοδο 1997-2007.
Σύμφωνα επίσης με τα στοιχεία
της Ε.Ε. η Ελλάδα έχει τους υψηλότερους φορολογικούς συντελεστές στα ακίνητα
και μάλιστα θα επιβάλλει έκτακτες εισφορές και ετοιμάζεται να διευρύνει τη
σημερινή φορολογική βάση του Φόρου Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας. Ποιος θα έρθει
να αγοράσει ακίνητο όταν ξέρει ότι θα το πληρώσει με ΦΠΑ 23% και θα
φορολογείται με πολύ υψηλό συντελεστή μονίμως από τον ΦΜΑΠ.
Με βάση τα στοιχεία
της Ε.Ε., ο φόρος μεταβίβασης ακινήτων στην Ελλάδα υπολογίζεται με τον
υψηλότερο συντελεστή (10%) στην Ευρώπη, κάτι που λειτουργεί ως αντικίνητρο για
την προσέλκυση επενδύσεων. Ο υψηλότερος στην Ευρώπη είναι και ο ΦΠΑ στα
ακίνητα, κάτι που επίσης λειτουργεί ως αντικίνητρο, ειδικά για τις επενδύσεις
σε εξοχικά. Καμία χώρα της Ευρώπης δεν φορολογεί την αγορά καινούργιας
κατοικίας με συντελεστή 23%, όπως η Ελλάδα. Όσον αφορά στην αγοραπωλησία
ακινήτων, ο συντελεστής 10% της Ελλάδας, ισχύει και στην Ιταλία. Με την διαφορά
όμως ότι στη χώρα μας, το υπουργείο Οικονομικών, επιβάλλει επί του φόρου 10%
πρόσθετο τέλος 3% με στόχο την οικονομική ενίσχυση των δήμων.
Σχετικά με το ΦΠΑ,
το 23% δεν συναντάται σε καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα, στην αγορά καινούργιων
ακινήτων, ενώ η πλειοψηφία από τα μέλη της Ε.Ε. που αποφάσισαν να εντάξουν και
τις αγοραπωλησίες ακινήτων στον ΦΠΑ, φρόντισαν να διατηρήσουν χαμηλούς
φορολογικούς συντελεστές, τουλάχιστον για τις ανακαινίσεις.
Έπεται ότι τα
χαράτσια πάνω στην ακίνητη περιουσία στην Ελλάδα πρέπει να σταματήσουν για
εισοδήματα κάτω των 40.000 ευρώ. Ένα διέξοδο. Αυτό που χρειάζεται είναι ο
εντοπισμός και η ισχυρή φορολόγηση των αδήλωτων πόρων που βρίσκονται είτε στην
Ελβετία είτε σε άλλους φορολογικούς παραδείσους. Μέθοδοι πρέπει επίσης να
εξευρεθούν για την φορολόγηση του μεγάλου εφοπλιστικού κεφαλαίου. Και αυτά τα
μέτρα ωστόσο δεν επαρκούν.
Αυτοί που κερδίζουν
από την ελληνική κρίση είναι οι κεφαλαιούχοι του ισχυρού ευρωπαϊκού πυρήνα και
ειδικότερα της Γερμανίας. Θα μπορούσε επομένως να εισαχθεί ένας πανευρωπαϊκός
φόρος αλληλεγγύης υπέρ της Ελλάδος, ο οποίος θα συνίσταται στην μεγαλύτερη φορολόγηση της κινητής και
ακίνητης περιουσίας των ευρωπαίων κεφαλαιούχων. Αυτή θα ήταν μια πραγματική
συμμετοχή των ιδιωτών στο ελληνικό χρέος. Να ένας στόχος που θα μπορούσαν να
κυνηγήσουν τα νέα κινήματα που αναφέρθηκαν στην αρχή του κειμένου.