του Μαυροζαχαράκη
Μανόλη
Κοινωνιολόγος -
Πολιτικός Επιστήμονας
Η κυρίαρχη ιδεολογία
Μέχρι πρότινος
κυριαρχούσε ο λόγος περί τέλους της ιστορίας και των ιδεολογιών.
Η εξίσου ψευδής όσο και
υπερφίαλη φράση αυτή αποτέλεσε κορωνίδα των πανηγυρισμών των τελικών νικητών του ψυχρού πολέμου. Η αναληθή
υπόσταση του ισχυρισμού εντούτοις, επικάλυψε εντέχνως την υφέρπουσα ιδεολογική
ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού. Μία ηγεμονία που εκφράζεται σήμερα στην
συντηρητικότερη της εκδοχή από τον άξονα Μέρκελ και Σαρκοζί.
Νομισματική σταθερότητα,
αρρύθμιστες και ελεύθερες αγορές, δημοσιονομική περιστολή, μείωση μισθολογικού
κόστους, ευελιξία εργασιακών σχέσεων, εξασθένιση η κατάργηση των συλλογικών
συμβάσεων, αποδυνάμωση των συνδικάτων και του συνδικαλισμού με το επιχείρημα
της ανευθυνότητας των συντεχνιών, αυτονομία φορολογικών παραδείσων με το
επιχείρημα του επενδυτικού κινήτρου, περιχαράκωση του κοινωνικού κράτους,
μείωση της κρατικής παρεμβατικότητας και ευχέρειας διαπραγμάτευσης, μετάθεση
εθνικής κυριαρχίας σε αυστηρά
δημοσιονομικά κέντρα, φορολογικά κίνητρα για τους κεφαλαιούχους, στήριξη
των τραπεζών από τον μόχθο των φορολογούμενων και μη παροχή ρευστότητας στην
αγορά είναι μερικοί κεντρικοί πυλώνες αυτής της πολιτικής.
Εν κατακλείδι μια
πολιτική που στηρίζεται στην αναπαραγωγή της ανισότητας μέσα από το διαρκές
άνοιγμα της εισοδηματικής ψαλίδας και μέσα εφαρμογές οριζόντιας περιστολής. Εν
μέσω των πολιτικών αυτών πυροδοτείται, αυτό που φιλοσοφικά ονομάζουμε
“αναποδογυρισμένη πρόοδο”, με την έννοια ότι το παρελθόν φαντάζει καλύτερο από
το παρόν.
Ως έκφραση μιας πολιτικής
σαφώς ιδεολογικά φορτισμένης, που στην
ουσία αποτάσσεται από τον «παραγωγικό καπιταλισμό» του κεφαλαίου και της
εργασίας και υποτάσσεται στον αεριζίδικο χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό καζίνο,
που καταστρέφει τον οριζόντιο κοινωνικό πλούτο υπέρ ενός κάθετου πλούτου της
ολιγαρχίας, ο νεοφιλελευθερισμός λειτουργεί καθαυτού ως μια κατάργηση της
προόδου με την συλλογική ή κοινωνική έννοια του όρου. Συνεπεία αυτής της
ιδεολογικής φόρτισης η Ευρώπη έχει εισέλθει σε μια εποχή υψηλής ιδεολογικής
έντασης.
Αυτό γίνεται βέβαια
αντιληπτό από ολίγους ανθρώπους. Ελάχιστοι αντιλαμβάνονται ότι η κυρίαρχη
ιδεολογία, είναι στοιχείο ταυτότητας και για αυτούς που κυβερνούν, και επομένως
η ιδεολογία αυτή οφείλει να εκπέμπεται διακριτικά, διαβρώνοντας πολύ
λειτουργικά τον κοινωνικό ιστό. Εξ ου ένα από τα χαρακτηριστικά ικανών
ιδεολογιών, είναι να μην γίνονται μαζικά αντιληπτές ως συμβολικές μορφές.
Ο νεοφιλελευθερισμός
συγκαλύπτεται λοιπόν ως φαινομενικά αντικειμενική οικονομική θεωρία. Ως
οικονομική επιστήμη, η οποία βασίζεται σε αμετάβλητος νόμους και γεγονότα της
σκληρής πραγματικότητας. Ο νεοφιλελευθερισμός περιφέρεται ως εκ τούτου ως
φάντασμα με διάφορες μορφές στα μέσα ενημέρωσης και κυριαρχεί τις εξηγήσεις και
ερμηνείες των κοινωνικών ελίτ.
Σε ανεπεξέργαστη μορφή τα
χοντρικά νοήματα της εν λόγω ιδεολογίας, αναγγέλλονται ακόμα και από το μέσο
πολίτη και δυστυχώς και από αυτούς που έχασαν πολλά μέσα από τους οριζόντιους
νεοφιλελεύθερους εκσυγχρονισμούς. Αυτή η ιδεολογία δεν χρειάζεται ούτε κραυγές
ούτε μεγάλη προπαγάνδα. Δουλεύει χωρίς αφίσες, οθόνες, ή συνθήματα.
Αναπαράγεται ανεπαίσθητα στις κοινωνικές συζητήσεις, οι οποίες καθορίζονται από
την δύναμη επιβολής «λόγου» που διαθέτουν οι μεγάλες επιχειρήσεις των μέσων
ενημέρωσης και της πολιτιστικής βιομηχανίας.
Σταδιακά στρεβλώνονται τα
πρότυπα αντίληψης και η καθομιλουμένη γλώσσα επενδύεται με νέους λεκτικούς
σχηματισμούς και όρους. Το τραγούδι του νεοφιλελευθερισμού από κάποια στιγμή
και μετά ακούγεται ακόμα και από τα σπουργίτια
που κάθονται στις στέγες: το κράτος θα πρέπει να απλοποιηθεί, να μειωθεί και να
αποσυρθεί, προς όφελος των δυνάμεων της αγοράς από τα οικονομικά και κοινωνικά
πεδία δραστηριότητας. Ένα τραγούδι που επιμένει επιπλέον ότι η δημιουργία υψηλού κόστους εργασίας, καθώς και η
συλλογικά οργανωμένη αγορά εργασίας,
παράγουν ανεργία. Η υψηλή φορολογική επιβάρυνση των επιχειρήσεων και η
άκαμπτη εργασιακή νομοθεσία δρουν αποτρεπτικά απέναντι στους επενδυτές και
αποδυναμώνουν τις εδαφικές οικονομίες.
Υπερβολική ρύθμιση των
αγορών και μη αποδοτικά κοινωνικά συστήματα αποδυναμώνουν την διεθνή ανταγωνιστικότητα μιας οικονομίας και
άπειρα άλλα. Η πλειονότητα των συνταγών που υποστηρίζονται ως λύσεις στην
παρούσα κρίση είναι ομοειδής σε ριζοσπαστισμό και σε τελική ανάλυση προέρχονται
από την ίδια οικονομική θεωρητική οικογένεια. Αλλά όμως κατά εκπληκτικό τρόπο η
θεωρία αυτή του νεοφιλελευθερισμού και οι εκφάνσεις της, ουδέποτε έχουν εκτεθεί
σε κάποια επαλήθευση. Παραδόξως, καμία εκδοχή νεοφιλελευθερισμού δεν υπήρξε σε
θέση ούτε την παρούσα κρίση να προβλέψει, ούτε είχαμε ποτέ κάποιο θεαματικό
οικονομικό αποτέλεσμα από τις εφαρμογές των δόκιμων νεοφιλελεύθερων συνταγών,
εκτός από την μαζική εξαθλίωση, την ύφεση και την κοινωνική αναταραχή. Πολύ
περισσότερο λοιπόν ισχύει το αντίθετο του υποτίθεται επιδιωκόμενου.
Λόγω του ότι όμως η
Οικονομική αποτελεί μια επιστήμη καθαυτού και οι πρωταγωνιστές του
νεοφιλελευθερισμού, επικαλούνται την επιστημονική βάση της θεωρίας τους, πρέπει
να υπομιμνηστεί ότι μια θεωρία που στην πράξη εφαρμογής δεν αποδίδει, χάνει το
δικαίωμα ύπαρξης της, τουλάχιστον εάν ακολουθήσουμε μια σωστή μεθοδολογικά
διαδικασία. Αντ’ αυτού, βλέπουμε το αντίθετο. Το λάθος φάρμακο οδηγεί στην
έλλειψη ανάκαμψης αλλά χορηγείται σε ακόμη υψηλότερες δόσεις.
Όμως ας αναρωτηθούμε
αυστηρά.
Πράγματι εκλείπει η
ανάκαμψη; Είναι όλα αυτά που εφαρμόζονται σήμερα τόσο άσχημα όντως; Σίγουρα
όχι, θα πούνε κάποιοι, γιατί η μεταλλαγμένη σε ιδεολογία θεωρία βοηθάει τις
οικονομικά κυρίαρχες ελίτ να σταθεροποιήσουν και να διευρύνουν την θέση
εξουσίας τους. Αγκυροβολημένες στα μυαλά των ανθρώπων, οι ιδεολογίες παρέχουν
μια στρεβλή ερμηνεία του κόσμου, μια ανάποδη
κατασκευή της πραγματικότητας.
Κατά αυτό τον τρόπο
νομιμοποιείται ευκολότερα η ανερχόμενη μαζική ανεργία, η μεγαλύτερη ανασφάλεια
των θέσεων εργασίας, η αυξανόμενη δυνητική απειλή για την ατομική βιογραφία του
καθενός ατόμου.
Μέσω της ιδεολογίας οι
απειλές έναντι της ιδιωτικής οικονομίας που δεσμεύεται στο κέρδος, εξομαλύνονται λιγότερο η περισσότερο
δημοκρατικά. Όσοι πέφτουν θύματα της προοδευτικής υποβολής στον αποικισμό της
ατομικής τους ζωής από κανόνες ανταγωνισμού και της εξισορρόπησης. από την οικονομικά δικαιολογημένη μείωση των
βιογραφικών προσδοκιών, και την μείωση της απαίτησης για
ποιότητα ζωής, μπορούν να ισχυριστούν με ευκολία ότι «δεν γίνεται
διαφορετικά». Ξαφνικά λοιπόν όλες οι τομές και απορυθμίσεις στα πλαίσιο μιας
σχετικά ικανοποιητικής ζωής γίνονται κοινωνικά ανεκτές. Διότι προβάλλονται ως η
ενδεδειγμένη, ρεαλιστική, μοναδικά εφικτή και αναπότρεπτη λύση.
Κανείς δεν λογοδοτεί όμως
από την άλλη γιατί τα τρις ευρώ που στοιβάζονται στους φορολογικούς παραδείσους
και στην Ελβετία, γιατί τα χρηματιστήρια λειτουργούν ανεξέλεγκτα, χωρίς να
χρησιμοποιείται η αποτρεπτική δυνατότητα των κρατών. Κανείς δεν εξηγεί γιατί η
αχαλίνωτη αύξηση του ενεργητικού ορισμένων ιδιωτικών και επιχειρηματικών ομίλων
που παραπέμπει στην απότομη αύξηση των εταιρικών κερδών πολλών κερδοσκόπων, δεν
υπόκειται σε φοροδοτικές διαδικασίες που ασφαλώς θα είχαν ανακουφιστική
επίδραση στο κοινωνικό σώμα.
Εδώ όμως έγκειται η
μεγαλύτερη επιτυχία του νεοφιλελεύθερου προγράμματος. Η επιτυχής μόλυνση
ολόκληρων κοινωνιών. Η «άρχουσα διεθνής τάξη» πέτυχε να προβάλει τα ιδιαίτερα
συμφέροντα της ως συλλογικά ισχύοντα, κοινά συμφέροντα. Άλλωστε «οι κυρίαρχες
ιδέες δεν είναι τίποτα περισσότερο από την πνευματική έκφραση των κυρίαρχων
υλικών σχέσεων. Είναι οι εκφρασμένες ως
σκέψεις, επικρατούσες υλικές συνθήκες» (Marx-Engels-Werke, vol.3, σ. 46).
Ενώ οι κερδοσκόποι
αποκομίζουν καθημερινά τρισεκατομμύρια από το παιχνίδι ενάντια στα κράτη και
στους λαούς εδώ στην Ελλάδα για παράδειγμα η ελίτ δεν είχε τίποτα άλλο να πει
από το ότι “όλοι μαζί τα φάγαμε”. Είναι προφανές άλλωστε ότι ο μπακάλης, ο
μανάβης, ο χασάπης και περιπτεράς της γειτονιάς μας, κάνανε μαζί “μάνα” με τον Sorros, την Lehmann Brothers, τον
Λαυρεντιάδη, τον Ψωμιάδη, τον Τσοχατζόπουλο, τον Τσουκάτο, τους 117 απόστρατους
βουλευτές που ζητάνε αποζημιώσεις και
τους άλλους. Και όμως σε πόσα καφενεία δεν ακούμε καθημερινά αυτό το περίφημο
“έχουμε όλοι ευθύνες”.
Όπως έγραφε ο Charles
Francois Dupuis, το 1798, υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων τόσο πολύ κακής
διανοητικής κατάστασης που πιστεύουν τα πάντα εκτός από εκείνα που
υπαγορεύονται από φρόνηση και ορθολογισμό, και οι οποίοι είναι επιφυλακτικοί
απέναντι στην σκέψη όπως ο υδρόφοβος απέναντι στο νερό… Το πνεύμα τους είναι η
βοσκή των παπάδων, όπως τα πτώματα είναι βοσκή των σκουληκιών…”
Το τέλος των επιλογών και των πολλαπλών
τρόπων σκέψης
Η δημοκρατία έχει να
κάνει με το γεγονός ότι αυτοί που αποφασίζουν ως μέλη μιας καθορισμένης
πολιτικής κοινότητας, προσπαθούν να καθορίσουν τη μοίρα τους μέσα από την
επιλογή μεταξύ ποικίλων λύσεων, στα πλαίσια μιας καθιερωμένης διαδικασίας. Αυτό
προϋποθέτει την θέσπιση κατάλληλων θεσμικών ρυθμίσεων στα πλαίσια μιας εύτακτα
δομημένης ολότητας για την ώριμη λήψη αποφάσεων μεταξύ διαθέσιμων επιλογών από ανεξάρτητους ανθρώπους. Όλοι
αυτοί οι παράγοντες σήμερα φθίνουν,
χωρίς αυτό να σημαίνει ότι προγενέστερα ήταν τέλειες οι συνθήκες.
Αλλά αυτό που τεκμαίρεται
σήμερα ως Δημοκρατία είναι στην καλύτερη περίπτωση μια κουρασμένη σκιά των ελάχιστα απαιτητών
προσδοκιών που επενδύονται έλλογα χωρίς καμία
εξιδανίκευση σε ένα αναγκαίο και αναπτυγμένο πολιτειακό μόρφωμα. Για
τους περισσότερους πολίτες, πολιτική συμμετοχή σημαίνει, να βάζουν έναν σταυρό
σε ένα ψηφοδέλτιο και να το ρίχνουν σε μια κάλπη. Τίποτα άλλο. Μια πράξη
επιλεκτικής έκφρασης της βούλησης, μέσω της οποίας επιλέγονται οι αντιπρόσωποι,
των οποίων οι ενέργειες μετά την πράξη της ψήφου τείνουν να γίνονται μη
δεσμευτικές, άρα ανεξέλεγκτες και η επιρροή των οποίων έναντι της εκτελεστικής
εξουσίας μειώνεται συνεχώς.
Η απώλεια της θέσης των
κοινοβουλίων, η διάβρωση των καθηκόντων τους, παραπέμπει σε μια κατάσταση
κατάρρευσης του δημοκρατικού χαρακτήρα του κράτους σε όλη την Ευρώπη. Στο
πλαίσιο του κράτους αυτού οι θεσμοί συμμετοχής μειώνονται όλο και περισσότερο.
Χαρακτηριστική ήταν η εκκωφαντική οργή των Μέρκελ και Σαρκοζί όταν ο Παπανδρέου
τόλμησε να βάλει στο στόμα του την λέξη Δημοψήφισμα. Ας μην τολμήσουμε να
σκεφτούμε τι θα γινόταν εάν έβαζε στο στόμα του την φράση αναδιανομή. Απομένουν
όρθιες μόνον σαθρές γραφειοκρατικές δομές, μέσα στις οποίες παρεισφρύουν οι αποφάσεις του επονομαζόμενου δημοκρατικού
κυρίαρχου.
Από την άλλη πλευρά οι
άνθρωποι ψάχνουν σε ένα όλο και πιο πολύπλοκο κόσμο για υποστήριξη και καθοδήγηση. Αναζητούν ένα κατανοητό
σύστημα κανόνων το οποίο θα τους βοηθά να βρουν τον δρόμο τους. Και όσο πιο απλό το πρότυπο
εξήγησης, τόσο πιο εύκολο είναι να τους πάρει κανείς από το χέρι και να τους
οδηγήσει μέσα από τη πολιτική ζωή περνώντας ενδιάμεσα φυσικά και από την
κάλπη.
Αυτό που ξεκίνησε πριν
από 20-30 χρόνια, λειτουργεί σήμερα σε πολύ υψηλότερο επίπεδο. Χάρη στην ισχυρή
συγκέντρωση στην αγορά των μέσων ενημέρωσης, ισχυρές εταιρείες καθορίζουν την κυρίαρχη κοινή γνώμη σε όλη την Ευρώπη.
Ας πούμε μόνο τα ονόματα Springer, Bertelsman, Murdoch.
Παντού κυριαρχεί μια
εικόνα προστασίας της πληροφορίας όλων των ειδών. Σε συνδυασμό με έναν
βομβαρδισμό άγνοιας και παραπληροφόρησης πάνω στα μυαλά των καταναλωτών, διαμορφώνεται ένα πεδίο το οποίο
ασκεί έλξη και παράγει συγκινήσεις στον μέσο ακροατή. Εμβόλιμα στο όλο πλαίσιο
του «θεάματος και της «ακρόασης» εμφυλοχωρούν τα σχετικά απλά, μηνύματα του
νεοφιλελευθερισμού που μεταφέρονται έτσι με
έναν εύκολο, δοκιμασμένο και αποτελεσματικό τρόπο, για να καταλήξουν σε
ένα άκρως συγκινημένο ακροατήριο.
Η κυριαρχία της ερμηνείας
που κατέχουν τα ΜΜΕ καθορίζει τις δημόσιες συζητήσεις στις οποίες εξαπλώνεται
και αναπαράγεται η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία. Επιπρόσθετο προσανατολισμό παρέχει
ο εμπλουτισμός των περιεχομένων με «γνώριμες» νεοσυντηρητικές αξίες. Διότι σε
τελική ανάλυση η διάθεση για απόδοση και
το ήθος εργασίας, αποτελούν σε έναν κόσμο ανταγωνιστικά δομημένο, τα ηθικά
εχέγγυα για κάθε επιτυχία. Αντιστρόφως, όσοι δε διαθέτουν τα εχέγγυα αυτά,
θεωρούνται ναυαγοί της κοινωνίας με δική
τους ευθύνη στους οποίους δεν αξίζει η εύνοια της αλληλεγγύης.
Η συγκολλητική ουσία της
κοινωνίας, η αρχή της κοινωνικής αλληλεγγύης, απότοκο του Διαφωτισμού και της
Γαλλικής Επανάστασης, παρουσιάζεται ως παρωχημένη κληρονομιά ενός δύστοκου και
αποτυχημένου παρελθόντος. Εύλογα λοιπόν ανοίγει ο δρόμος για την κοινωνική
ανομία, δηλαδή για την συντάραξη των κανόνων του κοινωνικού γίγνεσθαι υπέρ των
κανόνων της ανταγωνιστικής επιβολής του ισχυρότερου και της εξατομικευμένης
κονιορτοποίησης του κοινωνικού ιστού.
Στις εφημερίδες
διαβάζουμε μετά: αύξηση της εγκληματικότητας, αύξηση των αυτοκτονικών, του
αλκοολισμού, των ναρκομανών, των ψυχικών νόσων, της παιδεραστίας, της παιδικής
βίας, της βίας κατά γυναικών κοκ.
Λογική συνέπεια της
φιλοσοφίας του νεοφιλελευθερισμού είναι στην κλίμακα μεταξύ του πιο επιτυχημένου, εύπορου και κερδοφόρου
επιχειρηματία έως τον πιο αλητήριο όμως εύπορο κερδοσκόπο, να θεωρείται
ενάρετος, ο οποιοσδήποτε δύναται να αυξάνει τα κέρδη, ακόμα και εκβιάζοντας προκλητικά το εργατικό δυναμικό του ή ολόκληρη την
κοινωνία.
Το ενάρετο προκύπτει εδώ
χωρίς ηθικούς περιορισμούς. Η πολλαπλή πολυπλοκότητα και η έλλειψη
προσανατολισμού των κοινωνιών μας υποβοηθούν κατά μια έννοια τις απλουστευτικές
ηθικές προστακτικές και ερμηνείες. Οι τελευταίες έχουν μια υψηλή
προσαρμοστικότητα που τους επιτρέπει να
εγκατασταθούν εύκολα στις υπάρχουσες σημερινές συνθήκες.
Σε πρώτη φάση, μπορούμε
να συνοψίσουμε, λοιπόν, ότι λόγω
της γνωστικής υπερφόρτωσης των
πολιτών μέσα σε ένα εξαιρετικά σύνθετο περιβάλλον, γεννάται ένα διάχυτο αίτημα
για απλοποιημένη αναπαράσταση
της πραγματικότητας ("μείωση της πολυπλοκότητας").
Στο αίτημα αυτό
ανταποκρίνονται τα ΜΜΕ με ένα
κατάλληλο φάσμα προσφοράς και
ενημέρωσης. Μέσω αυτού του φάσματος διαδίδονται εύκολα ερμηνείες της
πραγματικότητας, οι οποίες προάγουν τα
νεοφιλελεύθερα δόγματα και τα ριζώνουν βαθιά στον
κοινωνικό λόγο. Ως βάση της νομιμοποίησης των αποφάσεων στον τομέα της πολιτικής και
της οικονομίας προβάλλονται κυρίως τα
λεγόμενα πραγματολογικά εμπόδια, τα οποία επιτρέπουν μόνο ένα ελάχιστο φάσμα
πιθανών δράσεων. Οι επιλογές περιορίζονται λοιπόν δραστικά αφού στο
κατασκευασμένο περιβάλλον ανταγωνισμού “όλων εναντίον όλων” επιτρέπονται
μόνο ορισμένες επιλογές. Διασφαλίζεται
επίσης ότι η λεγόμενη αντιπολίτευση στο σύστημα θα αποκλείεται από το εύρος των
πιθανών επιλογών.
Ισχυρό κράτος, αδύναμο κράτος
Ο νεοφιλελευθερισμός έχει
επιτύχει πάρα πολλά όσον αφορά την κοινωνική ισοπέδωση, υπονομεύοντας την ουσία και το περιεχόμενο
των δημοκρατικών διαδικασιών. Επαρκεί όμως αυτό για την διασφάλισης της εξουσίας της άρχουσας τάξης; Όχι ακριβώς,
γιατί το σύνθημα η «εμπιστοσύνη (στην ισοπέδωση) είναι καλή, αλλά ο έλεγχος
(των ισοπεδωμένων) είναι καλύτερος, πρέπει να συνοδεύεται από τη χρήση των
πολιτικοδιοικητικών δομών για την εξασφάλιση των συμφερόντων.
Εάν λοιπόν ο κλασσικός
φιλελευθερισμός απαιτούσε ακόμη ένα
αδύναμο κράτος, από το οποίο οι πολίτες προστατεύονται, μέσω ενός εκτεταμένου
πλαισίου κανόνων και δικαιωμάτων του πολίτη, ο νεοφιλελευθερισμός επιχειρεί να
δημιουργήσει και να εγκαταστήσει ένα χάσμα δύναμης. Μία ψαλίδα ισχύος μεταξύ
ισχυρών και αδύναμων. Η συγκεκριμένη έκφραση αναφέρεται σε ένα οπλοστάσιο
αναγκαστικών μέτρων, μέσω του οποίου ο πολιτικο-διοικητικός μηχανισμός
συλλαμβάνει, ελέγχει και κατευθύνει την
συμπεριφορά των πολιτών του - εάν είναι απαραίτητο με ένα κατασταλτικό τρόπο.
Αναμφίβολα λοιπόν, έχει μετατοπιστεί στον νεοφιλελευθερισμό η έννοια του
πολίτη, γιατί τα αμυντικά δικαιώματα του ελεύθερου πολίτη ενάντια στο αστικό κράτος, διαβρώνονται.
Αμετάβλητο παραμένει μόνο το ευγενέστερο των δικαιωμάτων, αυτό της ελευθερίας,
δηλαδή η ατομική ιδιοκτησία των αγαθών
και των μέσων παραγωγής.
Όλες οι άλλες αστικές
πολιτικές ελευθερίες, ωστόσο, τελούν κατά βάση υπό κίνδυνο καθώς ο εντεινόμενος
εξορθολογισμός του κράτους, δεν εμποδίζει πουθενά την επέκταση και την
εντατικοποίηση των εργαλείων καταστολής και ελέγχου, ιδιαίτερα μετά την 11 Σεπτεμβρίου
του 2001. Ο στόχος είναι να προπονηθούν οι άνθρωποι και να γίνουν προσιτοί για
το νεοφιλελεύθερο σχέδιο. Να κινητοποιηθούν
για την εφαρμογή της ιδεολογίας. Από αυτή την άποψη, η εξέλιξη των μεταμοντέρνων ατομικιστικών αντιλήψεων για τη
ζωή, ακόμα κι αν συμφωνούν με τον κυρίαρχο
τρόπο παραγωγής, αποτελούν μια επικίνδυνη πρόταση, επειδή αποκαλύπτουν
μια εντυπωσιακή απώλεια της πειθαρχημένης αρετής. Χάρη στην πολιτιστική
βιομηχανία και την καταναλωτική
προπαγάνδα η νεολαία κρατήθηκε
μεν μακριά από πολλές ριζοσπαστικές
σκέψεις.
Αλλά οι ατομικές
συμπεριφορές φαίνεται ότι εξακολουθούν να εκτίθενται σε πολύ μεγάλη
μεταβλητότητα, ώστε να μπορέσουν να υποταχθούν σε ένα κυρίαρχο πρότυπο αρετής. Αυτό, ωστόσο, προς
το παρόν συμβαίνει κυρίως λόγω του ότι
ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός,
παράγει με αυξημένη βαρβαρότητα μια ολόκληρη
στρατιά αποκλεισμένων.
Ο θυμός και η απογοήτευση αυτών των στρωμάτων
και γενεών, η ζωή των οποίων στερείται κάθε νοήματος υπό το φως των
καλλιεργούμενων κυρίαρχων αρετών που προωθούνται, ο στιγματισμός τους μέσα από
τις εκστρατείες μίσους που εξαπολύονται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης εναντίον
τους και σε τελική ανάλυση τα σημάδια μαζικής αποξένωσης σε έναν
κεφαλαιοποιημένο κόσμο, αποτελούν ένα
δυναμικό καταστροφής που πρέπει να
αναχαιτιστεί.
Οι σκηνές κοινωνικής
αποσύνθεσης έχουν ήδη προχωρήσει σε
αρκετά σημεία του δυτικού κόσμου.
Η κοινωνική αποσύνθεση
απειλεί εις βάθος την κοινωνική ασφάλεια
πραγμάτων, η οποία είναι η βάση για την καπιταλιστική διαδικασία
παραγωγής. Γι αυτό παρατηρούμε τις κυβερνήσεις να αντιδρούν πλέον με μεγαλύτερη
ευκολία καταργώντας σημαντικά πολιτικά δικαιώματα, προκηρύσσοντας ένα καθεστώς έκτακτης ανάγκης. Σε άλλες
περιπτώσεις πάλι δεν προκηρύσσεται κατάσταση έκτακτης ανάγκης, αλλά δημιουργείται
ένα είδος υποβόσκουσας κρίσης του κράτους, μέσω της οποίας επιβάλλονται ολοκληρωμένα προληπτικά μέτρα ασφαλείας για
την αντιμετώπιση του φόβου που αναδύεται από την εγκληματικότητα, την
τρομοκρατία και τους δαίμονες του κακού καθαυτού. Η καταστολή ενσαρκώνεται στην ευπαρουσίαστη μορφή της ορθοταξίας.
Ο κοινωνικός αποκλεισμός
δρα δύο φορές εναντίον της δημοκρατίας. Αφενός, απομακρύνει τα θύματα
του από την πολιτική συμμετοχή και αφετέρου συγκροτεί έναν διάχυτο και συγκεχυμένο φάσμα
απειλών. Αυτό βοηθά να νομιμοποιηθούν όλες οι δράσεις, για τον έλεγχο
των πολιτών ώστε να συμπεριφέρονται με βάση τις απαιτήσεις της παραγωγικής
διαδικασίας. Εάν οι κοινωνίες μοιάζουν
(και σε μεγάλο βαθμό είναι) τυχαία, ακανόνιστα και ασταθή αθροίσματα, που
παράγουν τα αποτελέσματά τους υπό πολύ συγκεκριμένες και, το κυριότερο,
μοναδικές και ανεπανάληπτες περιστάσεις: αθροίσματα που παραδίδονται συχνά
στους αιφνιδιασμούς των ποικίλων διεμβολισμών τους (συγκυρίες και τάσεις που
δεν υπάγονται σε κανένα κεντρικό σχέδιο), καθιστώντας αδύνατο τον οποιοδήποτε
έλεγχο και κάνοντας γρήγορα άχρηστη την οιαδήποτε προοπτική ή πρόβλεψη, τότε ο
νεοφιλελευθερισμός αποτελεί ένα βασικό εργαλείο κυριαρχίας και πειθαρχίας μέσω
του προκαθορισμού νοοτροπιών και συμπεριφορών.
Το Κράτος
Θα μπορούσαμε άνετα να
υποθέσουμε ότι οι πολίτες γνωρίζουν πολύ καλά το κράτος τους. Πολλοί το
επιπλήττουν ή μέμφονται εκείνους που το επιβαρύνουν ή θέλουν να το βλάψουν. Το κράτος είναι ένας
αόριστος παραλήπτης των οποιονδήποτε αξιώσεων, ελπίδων, φόβων, απειλών και
επιθέσεων αλλά και αμοιβαίας εμπιστοσύνης.
Στο κράτος
αποκρυσταλλώνονται οι αστικές αρετές, τα πολιτικά αυτονόητα και οι πολιτικές
επιθυμίες, σε ένα υπερβατικό σύνολο, σε ένα φανταστικό σώμα πατρικής εξουσίας. Στο νεοφιλελεύθερο
καπιταλισμό, το κράτος ασκεί έναν
επιλεκτικό έλεγχο πάνω στα υποκείμενα του. Με ένα ισχυρό χέρι ελέγχει
τους λεγόμενους απλούς ανθρώπους, αφήνοντας στους ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες, όλες τις ελευθερίες.
Το κράτος στην καταστατικά εντός
εδαφικών ορίων περιορισμένη του μορφή, ενός έθνους-κράτους, έχει χάσει ωστόσο
εδώ και καιρό τον έλεγχο πάνω από τους οικονομικούς δρώντες και τις αλληλουχίες
δράσης που το ίδιο δημιούργησε. Τα συμφέροντα αυτών των παραγόντων
αντικατοπτρίζονται πλέον στις τρέχουσες συζητήσεις ως πραγματολογικοί
περιορισμοί που οδηγούν σε αποφάσεις και
ισχυρισμούς, χωρίς εναλλακτικές λύσεις. Κάθε απόφαση εδραιώνει ακόμη
περισσότερο την υπάρχουσα κατάσταση. Οι αποφάσεις αυτές οδηγούν όμως και στο
σημείο, το κράτος να προσπαθεί να αναπτύξει νέα περιθώρια δράσης σε υψηλότερου
επιπέδου δομές, όπως είναι η ΕΕ ή τα όργανα του παγκόσμιου εμπορικού
συστήματος.
Αυτό έχει βέβαια το
μειονέκτημα ότι χάνεται ένα μέρος της κυριαρχίας, φέρνει όμως μια
σημαντική αύξηση της επιρροής που ασκεί η εκτελεστική εξουσία, η οποία
στη συνέχεια για να παραμείνουμε στο
παράδειγμα της ΕΕ, στο συμβούλιο των
υπουργών και στην Κομισσιόν ξεδιπλώνεται
ανενόχλητα.
Δεκτική στις απαιτήσεις
των μεγάλων λόμπι η εκτελεστική εξουσία ακολουθεί την γραμμή του νεοφιλελευθερισμού και αναπαράγει σε
υπερεθνικό επίπεδο αυτό που ούτως ή άλλως έκανε και σε εθνικό επίπεδο, την
συνεργασία με μεγάλα επιχειρηματικά λόμπι. Μέσα και έξω από αυτές τις δομές, το
κράτος διαπραγματεύεται με τους κοινωνικούς φορείς όλων των αποχρώσεων, αφού σε
έναν εξαιρετικά σύνθετο και αλληλεξαρτώμενο κόσμο, τα προβλήματα λύνονται
μόνο στο πλαίσιο, περισσότερο ή
λιγότερο, άτυπων συστημάτων διαπραγμάτευσης. Αυτό που ονομάζεται παγκόσμια διακυβέρνηση
(Global Governance), αποκαλύπτει δύο πράγματα:
Πρώτον, το έθνος κράτος
ως τέτοιο είναι αδύνατον πλέον να διαχωριστεί από άλλους δρώντες. Τα όριά του
είναι πλέον ρευστά, γεγονός που υποδηλώνει, τελικά, ότι το κράτος πρέπει
να θεωρηθεί ως ενσωματωμένο κράτος
(Γκράμσι).
Δεύτερον, τα αγοραία και
μη αγοραία συστήματα διαπραγμάτευσης ανακουφίζουν ενδεχομένως κάπως το κράτος.
Το κακό όμως είναι ότι
ταυτόχρονα απαλλάσσεται το κράτος από το βάρος της δημοκρατικής νομιμοποίησης ή
οποία με άτυπους διαύλους δύσκολα παράγεται. Στον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό
άλλωστε το αίτημα νομιμοποίησης προς το κράτος φαίνεται να εξαφανίζεται έτσι κι
αλλιώς. Η αστική θεωρία του κράτους, βάση της οποίας το νομιμοποιεί την θεσμική δομή και υπόσταση του μέσα από την
λαϊκή κυριαρχία, χάνει συνεχώς έδαφος. Αντίθετα, γίνεται σαφές πόσο μεγάλη είναι η διαρθρωτική
εξάρτηση του κράτους από τις κοινωνικές
σχέσεις εξουσίας, και πόσο κόπο πρέπει να καταβάλει για να σταθεροποιήσει τις εν δυνάμει συγκρουσιακές
κοινωνικές σχέσεις εξουσίας υπέρ της οικονομικά κυρίαρχης ελίτ - τόσο
από φυσική όσο και ψυχολογική άποψη. Έτσι, λοιπόν ακολουθεί, η υποβάθμιση του
κράτους (με την έννοια της σύνθλιψης των πολιτικών και διοικητικών μέσων
καταστολής), ειδικά απέναντι στην άρχουσα τάξη.
Αντίθετα, από την άλλη πλευρά του
ισολογισμού, υπάρχει μια σαφή αύξηση της
καταπίεσης και της καταστολής απέναντι στις κατώτερες τάξεις.
Συνολικά, φαίνεται ότι το
κράτος νομιμοποιείται πλέον μέσα από την ικανότητα του να παγώνει το ολοένα
αυξανόμενο συγκρουσιακό δυναμικό μεταξύ των κοινωνικών τάξεων , κατά
έναν τρόπο που επιτρέπει την άρχουσα τάξη, να σταθεροποιήσει
με άνεση την κυριαρχία της. Η
νομιμοποίηση μέσα από την βούλησης του λαού παίζει δευτερεύοντα ρόλο, και είναι
απλά λειτουργική για την παραπάνω πηγή νομιμοποίησης.
Ψευδή συνείδηση
Το χάσμα μεταξύ πλουσίων
και φτωχών γίνεται όλο και ευρύτερο. Οι
κοινωνικές ανισότητες αυξάνουν και η κοινωνική αποσύνθεση εμφανίζεται
ήδη αρκετά απειλητική, ώστε να αντιμετωπίζεται με ακριβή προπαγάνδα
συμπληρωματικά προς τα κατασταλτικά
εργαλεία. Με βάση τις πανευρωπαϊκές
μελέτες διανομής του πλούτου από το 2005 και εντεύθεν, αναδεικνύεται ότι η άνιση
ανάπτυξη του εισοδήματος, και η
δημοσιονομική πολιτική που αντιστοιχεί σε αυτή αποτελούν μακροπρόθεσμες τάσεις.
Προς επιβεβαίωση για την
ελληνική περίπτωση δύο στοιχεία: Η δήλωση του διοικητή της Τράπεζας της
Ελλάδας, Γιώργου Προβόπουλου, ότι το 2010, τον πρώτο χρόνο εφαρμογής του
Μνημονίου, οι μισθοί μειώθηκαν κατά 14% και οι συντάξεις κατά 11%. Επίσης η
ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας βάση της οποίας το ωριαίο
κόστος εργασίας στην Ελλάδα το 2010 κατέγραψε ρεκόρ πτώσης της τάξης του 6,5%.
Ενώ το καθαρό ποσοστό των
μισθών μειώνεται σταθερά, η αναλογία του
εισοδήματος που προκύπτει από επιχειρηματική δραστηριότητα αποδυναμώνεται
σταθερά όπως μειώνεται και η συνεισφορά των επιχειρήσεων στα φορολογικά βάρη.
Κατά συνέπεια, τα ευρωπαϊκά κράτη
χρηματοδοτούνται από 75% και πάνω από
φόρους που προέρχονται από
μισθούς και φόρους κατανάλωσης.
Οι φόροι που αναλογούν
στα κέρδη μεγάλων επιχειρήσεων που
ανακύπτουν, δεν υπερβαίνουν το 15 έως το
27%, στη χρηματοδότηση του κράτους. Μεγάλη απόκλιση εμφανίζουν οι συντελεστές
φορολόγησης κεφαλαίου στην Ελλάδα σε σύγκριση με την ΕΕ: 15% είναι στην Ελλάδα
όταν στην ευρωζώνη οι αντίστοιχοι φορολογικοί συντελεστές κινούνται από 20% έως
27% (Eurostat: Taxation trends in the European Union, main results, 2010
edition.)
Είναι προφανές ότι δεν
πρέπει να είναι κανείς κυνικός για να διαπιστώσει ότι η υπερδιόγκωση των κρατικών και
διοικητικών μηχανισμών του κράτους και των μέσων καταστολής δεν πληρώνεται κατά
κύριο μέρος από τους οικονομικά ισχυρούς. Αυτό το γεγονός από μόνο του, μας
δίνει μια ιδέα για το πόση δύναμη πρέπει καταβληθεί ώστε να αναχαιτιστεί αυτό
το τεράστιο δυναμικό συγκρούσεων και να παραχθεί μια σταθερή πολιτική και κοινωνική τάξη
πραγμάτων που δεν διαταράσσει τη δομή της εξουσίας και τη φύση της
καπιταλιστικής συσσώρευσης. Η θεμελιώδης ιδέα μιας τέτοιας ορθοταξίας έχει ηγεμονικό χαρακτήρα. Δεν αρκεί η καταστολή,
αλλά χρειάζεται και συναίνεση των
αρχόμενων.
Αυτή η συναίνεση είναι
αναγκαία για να περάσει η ιδεολογική ερμηνευτική της νεοφιλελεύθερης ιδέας,
στην οποία βασίζεται τελικά η πολιτική εξουσία, μέχρι και στα πιο βαθιά πτυχές
μιας κοινωνίας. Απαιτείται μια άνιση διαδικασία προσαρμογής, με τη μία ή την
άλλη παραχώρηση, αλλά τελικά οδηγεί στη σταθερότητα της δομής της εξουσίας. Οι
συναινετικές ρυθμίσεις διευκολύνονται από τα δημοκρατικά συστήματα…
Οι δημοκρατίες έχουν
διαφορετικές μορφές και εκφάνσεις, και τελικά αυτές αντιστοιχούν με τις ανάγκες
που προκύπτουν για τη σταθεροποίηση των υφιστάμενων σχέσεων εξουσίας. Η κυριαρχούμενες τάξεις, δελεάζονται μέσα από
κάποιες παραχωρήσεις και απολαύσεις, και αποσβολώνονται με την ανώτερη δύναμη των συμβολικών εννοιών και των
ερμηνευτικών τους.
Εάν πράγματι πιστέψουν
ότι ο κόσμος είναι ακριβώς όπως φαίνεται να απεικονίζεται ως
κοινωνικό κατασκεύασμα, γίνονται
φορέας της ιδεολογίας. Μίας ιδεολογίας που στην ουσία της δεν είναι τίποτα
περισσότερο από ψευδή συνείδηση. Καταλήγοντας αντλούμε το συμπέρασμα οι κοινωνικές σχέσεις εξουσίας, που επενδύονται
με ιδιαίτερα υψηλό δυναμικό συγκρούσεων
όπως συμβαίνει με τον νεοφιλελεύθερο
καπιταλισμό (σε σύγκριση με τον
παρεμβατικό / κεϋνσιανό καπιταλισμό), χρειάζονται ισχυρές
παρεμβολές σταθεροποίησης. Η καταστολή
και η χειραγώγηση πρέπει να κινούνται σε σχετικά υψηλό επίπεδο, χωρίς ωστόσο να
είναι τόσο άκαμπτες που να οδηγούνε στην
ανοικτή σύγκρουση. Κατά συνέπεια, αλλάζει η μορφή της Δημοκρατίας. Η
ποιότητα της μειώνεται και οι όροι της ύπαρξής της απειλούνται.
Εν κατακλείδι η
Δημοκρατία περιστέλλεται σε ένα κορμό υποθηκευμένων θεσμών και διαδικασιών, στο
πλαίσιο των οποίων είναι δομικά σχεδόν αδύνατο να διαμορφωθεί μια συγκροτημένη
αντίθεση στην νεοφιλελεύθερη ιδεολογία.