Για τους νέους ηλικίας έως και τριάντα ετών, για τους
συνταξιούχους άνω των εξήντα πέντε ετών και τα άτομα με ειδικές ανάγκες, ή
συνταξιούχους ανεξαρτήτως ηλικίας με παιδιά με ειδικές ανάγκες, το αφορολόγητο
ποσό ορίζεται στις εννιά χιλιάδες (9.000) ευρώ, εφόσον το δηλωθέν εισόδημα,
πραγματικό ή αυτό που προκύπτει με βάση τις αντικειμενικές δαπάνες και
υπηρεσίες και δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων του φορολογουμένου, δεν
υπερβαίνει τις εννιά χιλιάδες (9.000) ευρώ.
Ειδικά για τα πρόσωπα του προηγούμενου εδαφίου, όταν το συνολικό τους
εισόδημα είναι από εννιά χιλιάδες (9.000) ευρώ και άνω, το ποσό του φόρου που
προκύπτει με βάση την ανωτέρω κλίμακα περιορίζεται ώστε το συνολικό καθαρό
εισόδημα που προκύπτει μετά την αφαίρεση του φόρου να μην υπολείπεται του ποσού
των εννιά χιλιάδων (9.000) ευρώ.
Το κατά περίπτωση αφορολόγητο ποσό ισχύει, εφόσον ο φορολογούμενος
προσκομίσει αποδείξεις που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα
Βιβλίων και Στοιχείων για δαπάνες αγοράς αγαθών και λήψης υπηρεσιών, τις οποίες
πραγματοποιεί ο ίδιος, η σύζυγος του και τα τέκνα που τους βαρύνουν.
Το ποσό των αποδείξεων δαπανών, που απαιτείται να προσκομισθούν,
ορίζεται σε ποσοστό είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) του ατομικού εισοδήματος του
φορολογουμένου του δηλούμενου και φορολογούμενου σύμφωνα με τις γενικές
διατάξεις και για ποσό εισοδήματος μέχρι εξήντα χιλιάδες (60.000) ευρώ. Αν το
ποσό των προσκομιζόμενων αποδείξεων δαπανών του φορολογουμένου υπολείπεται του πιο
πάνω ποσού, τότε επί της διαφοράς επιβάλλεται φόρος με συντελεστή δέκα τοις
εκατό (10%).
Το αφορολόγητο ποσό αυξάνεται κατά δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ για κάθε
τέκνο από τα δύο πρώτα του φορολογούμενου που τον βαρύνουν και κατά τρείς
χιλιάδες (3.000) ευρώ για κάθε επόμενο τέκνο που τον βαρύνουν.