Αυτές τις μέρες η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εισήγαγε ένα πακέτο έξι νομοθετημάτων, τα οποία προωθούν την αναθεώρηση της οικονομικής διακυβέρνησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σχέδιο το οποίο υποστηρίζει όπως φαίνεται και η επιτροπή Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Τα κύρια ζητήματα που θα τεθούν στην Ουγγρική προεδρία είναι σχετικά με την αύξηση των επιπέδων διαφάνειας στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, η επιβολή νέων κυρώσεων, καθώς και ο περιορισμός του περιθωρίου των κρατών για πολιτικούς ελιγμούς, χωρίς ωστόσο να περιοριστούν οι οικονομικά επωφελείς δαπάνες.
Στην ψηφοφορία της Τρίτης 19 Απριλίου ορισμένα από τα παραπάνω νομοθετήματα εγκρίθηκαν με οριακή πλειοψηφία, με την πολιτική ομάδα των Σοσιαλιστών να δηλώνει ότι θα πρέπει να γίνουν περισσότερα προκειμένου να ενισχυθούν οι επενδύσεις που προωθούν την ανάπτυξη. Μία από τις σημαντικότερες δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι ευρωβουλευτές ήταν η επίτευξη ισορροπίας μεταξύ της επιτάχυνσης του «αυτοματισμού» με τον οποίο θα επιβάλλονται δράσεις και κυρώσεις στα κράτη μέλη που δεν προχωρούν σε μεταρρυθμίσεις, και του περιθωρίου που θα δίνεται στα κράτη προκειμένου να συνεχίσουν την πραγματοποίηση επωφελών για την μακροπρόθεσμη ευημερία τους επενδύσεων.
Παράλληλα το περιθώριο των κρατών μελών να διαπραγματεύονται τον τρόπο με τον οποίο θα αντιμετωπίσουν τα προβλήματα μειώνεται σημαντικά λόγω του πιο ισχυρού ρόλου που δίνεται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε όλες τις φάσεις των διαφόρων διαδικασιών. Αυτή θα είναι πλέον υπεύθυνη ως προς την παραγωγή αξιολογήσεων για την πορεία των έργων κάθε κράτους ξεχωριστά, με αποτέλεσμα να μπορεί να προειδοποιεί ακόμα και με κυρώσεις. Οι ψηφοφορίες του Συμβουλίου σχετικά με την επιβολή καταθέσεων και προστίμων θα πρέπει να είναι ανοικτές στο κοινό, υποστηρίζουν οι ευρωβουλευτές, εκτός από καταστάσεις κρίσεων, όπου οι αποφάσεις θα μπορούν να λαμβάνονται κεκλεισμένων των θυρών. Επιπλέον, οι αποφάσεις του Συμβουλίου και της Επιτροπής θα πρέπει να δημοσιοποιούνται. Όσον αφορά τις κυρώσεις εισάγεται πλέον ένα νέο εφάπαξ πρόστιμο ύψους 0,5% του ΑΕΠ για τις χώρες που αποδεδειγμένα έχουν παραποιήσει τους λογαριασμούς τους, ενώ παράλληλα οι κυρώσεις θα επιβάλλονται νωρίτερα από ότι είχε αρχικώς προτείνει η Επιτροπή στις χώρες που αγνοούν τις συστάσεις για τη διόρθωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών τους. Σε ότι αφορά τη μείωση του χρέους, ένα κράτος μέλος με χρέος που ξεπερνά το 60% του ΑΕΠ του θα πρέπει να μειώνει το υπερβολικό χρέος του κατά 5%, κατά μέσο όρο, ετησίως κατά τη διάρκεια μιας τριετούς περιόδου.