Λεξικό

3 Ιουν 2011

Απολυταρχία @ το καθεστώς στο οποίο ο ανώτατος άρχοντας έχει απεριόριστες εξουσίες
Ολιγαρχία @ σύστημα διακυβέρνησης της πολιτείας κατά το οποίο η εξουσία ασκείται από λίγα μόνο πρόσωπα ή από μία κυρίαρχη κοινωνική τάξη
Μοναρχία @ το πολίτευμα κατά το οποίο ανώτατο πολιτειακό όργανο είναι ένα φυσικό πρόσωπο που διαδέχεται κληρονομικά το προηγούμενο και το οποίο ασκεί την εξουσία με ή χωρίς τους περιορισμούς @ Απόλυτη Μοναρχία το πολίτευμα κατά το οποίο ο μονάρχης ασκεί την εξουσία χωρίς να δεσμεύεται από Σύνταγμα
Μοναρχοφασισμός @ όρος που χρησιμοποιούσαν οι αριστεροί την περίοδο μετά το 1946 για να περιγράψουν το καθεστώς της βασιλευόμενης δημοκρατίας του ελληνικού κράτους
Δεσποτισμός @ η αυταρχική συμπεριφορά, οι τυραννικοί τρόποι
Δικτάτορας @ πολιτικός ή στρατιωτικός που κατέλαβε την εξουσία με βίαιο τρόπο, επωφελούμενος από κρίσιμες πολιτικές και κοινωνικές καταστάσεις, συγκεντρώνοντας στο πρόσωπό του όλες τις στρατιωτικές και πολιτικές εξουσίες ασκώντας τις βίαια και με περιορισμό ή κατάργηση των δημοκρατικών ελευθεριών
Δικτατορία @ καθεστώς που προκύπτει μετά από βίαιη κατάληψη της εξουσίας (συχνά κατόπιν πραξικοπήματος), η οποία ασκείται από ένα ή περισσότερα πρόσωπα κατά παράβαση των κανόνων Δικαίου
Φασισμός @ ιδεολογία και πολιτικό σύστημα εθνικιστικού και ολοκληρωτικού χαρακτήρα, το οποίο εγκαθίδρυσε στην Ιταλία ο Μουσσολίνι το 1922, Χιτλερική Γερμανία
Φασίστας @ οπαδός του φασισμού, αυταρχικός άνθρωπος
Share on:
 
Copyright © Onus News - All Rights Reserved
Developed by Onus News