του Μαυροζαχαράκη Εμμανουήλ
Κοινωνιολόγος - Πολιτικός
Επιστήμονας
«Οι αδυναμίες της οικονομίας της αγοράς. Ένα βιβλίο του Heiner Flassbeck»
Η κρίση κατά ένα μέρος αποτέλεσε ευκαιρία,
να εντοπίσουμε και να εκθέσουμε στον δημόσιο διάλογο τις παθογένειες του
παγκόσμιου καπιταλισμού, την παντοδυναμία των αγορών, την αδυναμία των κρατών
και κατ’ επέκταση των υπερεθνικών θεσμών.
Πολύ περισσότερο ωστόσο αναδείχτηκε η
ατέλεια της οικονομικής επιστήμης, να προβλέψει και να διαχειριστεί την κρίση.
Εντούτοις υπάρχουν ενίοτε οικονομολόγοι -άγνωστοι στην χώρα μας- που όχι μόνο
πρόβλεψαν τις εξελίξεις, αλλά προειδοποίησαν ότι ο σημερινός τρόπος διαχείρισης
της κρίσης είναι εξίσου εσφαλμένος όσο και επικίνδυνος.
Ένας εξ αυτών των οικονομολόγων είναι ο
Γερμανός Heiner Flassbeck ο οποίος στο βιβλίο του «Η οικονομία της αγοράς του
21 Αιώνα» (Die
Markwirtschaft des 21. Jahrhunderts, Westend Verlag Frankfurt/Main 2010) που
δημοσιεύτηκε το 2010 είχε προειδοποιήσει ότι υπάρχει μόνο μια στοχευμένη λύση
για την κρίση: «Σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο
χρειάζεται η κατάργηση της διαφοράς των επιτοκίων που ισχύουν για τις διάφορες
χώρες της ΕΕ μέσα από την έκδοση ενός κοινού ομολόγου που θα υποστηρίζεται από
όλες τις χώρες της Ευρώπης και επίσης πρέπει να αποφευχθεί η εφαρμογή μιας
εξαντλητικής και αντιπαραγωγικής
λιτότητας στις προβληματικές χώρες που είναι ελλειμματικές διότι αυτό θα
τις οδηγήσει σε βαθιά ύφεση από την οποία μετά δύσκολα θα εξέλθουν».
Αυτά γράφτηκαν από τον Flassbeck πολύ πριν αρχίσουν οι πολιτικές των μνημονίων και της
σκληρής λιτότητας οι οποίες ακόμα και με τις ομολογίες των δημιουργών τους
έχουν αποτύχει παταγωδώς, και αντί να οδηγήσουν την Ευρώπη στην έξοδο από το
σκοτεινό τούνελ την βύθισαν σε βαθύ σκοτάδι.
Παράλληλα ο Flassbeck πρότεινε
αυστηρά μέτρα κατά των κερδοσκόπων. Αν θέλουμε έγραφε «μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα
να σώσουμε το ευρώ και μαζί με αυτό όλο το ευρωπαϊκό εγχείρημα θα πρέπει να
επαναφέρουμε την ανταγωνιστικότητα των
χωρών με υψηλό εξωτερικό χρέος και να
εξομαλύνουμε τις ανισορροπίες του εξωτερικού εμπορίου. Αυτό
μπορεί να γίνει εντός της ΟΝΕ μόνο εάν αντιστραφούν οι πολιτικές μείωσης του
κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος.
Η Γερμανία χρειάζεται μεγαλύτερη αύξηση του
κόστους εργασίας της ανά μονάδα προϊόντος σε σχέση με τους αδύναμους εταίρους
της στην ΟΝΕ στην Νότια Ευρώπη που
βρίσκονται κάτω του μέσου όρου. Αυτό θα ενισχύσει την ζήτηση εντός της ευρωπαϊκής αγοράς και θα
τονώσει την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Αυτό είναι το
συμπέρασμα στο βιβλίο του Flassbeck.
Εάν αναγνώσουμε την προτεινόμενη λύση αυτή,
με φόντο τις εφαρμοζόμενες πολιτικές της γερμανικής κυβέρνησης, τότε
αναδεικνύεται πόσο εθνοκεντρική και στενόμυαλη είναι η πολιτική της Γερμανίας
και πόσο ισχυρές είναι οι οικονομικές
παρωπίδες που διακατέχουν την πολιτική ελίτ της.
Με το επιχείρημα ότι δεν πρέπει η
Ευρώπη να επιτρέψει την επέκταση του κινδύνου σε όλη την κοινότητα, η Γερμανία
απέρριψε την έκδοση ενός κοινού ευρωομολόγου σε αντίθεση με τον Πρόεδρο της
Επιτροπής Jose Manuel Barroso, και τον
πρωθυπουργό του Λουξεμβούργου Jean-Claude Juncker.
Αντ’ αυτού, η Μέρκελ ζητάει από τότε επίμονα
κυρώσεις για όσους παραβιάζουν τους προϋπολογισμούς τους, «περιπλανώμενοι» μέσα σε αμαρτωλά
ελλείμματα. Όπως γράφει ο Flassbeck, η
πολιτική αυτή της Μέρκελ βασίζεται σε
μια - «πρωτόγονη αρχή βάση της οποίας
όποιος είναι στο χρέος, έχει διαπράξει μια βαθιά αμαρτία».
Ο συγγραφέας αποκαλεί την αρχή αυτή ως
πρωτόγονη, γιατί βασίζεται σε μια μικροοικονομική λογική για να εξηγήσει τις
συνολικές εξελίξεις και τις μακροοικονομικές τάσεις. Ένα έθνος
που έχει κολλήσει στην παγίδα του χρέους
δεν μπορεί κατά τον Flassbeck έτσι απλά να σφίξει το
ζωνάρι για να βγει από το αδιέξοδο, διότι ανταγωνίζεται με τους πιστωτές του.
Ως εκ τούτου πρέπει να επιτρέψει, μεταξύ άλλων, ο δανειστής στον οφειλέτη
να επανέλθει σε χλωρό κλαδί.
Οι ανισορροπίες του εξωτερικού εμπορίου και
το μεσογειακό ευρώ.
“Το θεμελιώδες σφάλμα στο οποίο στηρίζεται
το χρέος είναι ανισορροπίες του εξωτερικού εμπορίου και όχι, όπως υποστηρίζει η Γερμανία, η
ανισορροπία των δημοσίων οικονομικών” γράφει ο Flassbeck.
Κατά τον συγγραφέα δίδεται στο πρόβλημα του
δημόσιου χρέους, αισθητά μεγαλύτερη προσοχή από ό, τι έπρεπε. Το πολύ πιο
σημαντικό πρόβλημα είναι αυτό του ισοζυγίου εξωτερικών πληρωμών και οι ανισορροπίες στον διεθνή
ανταγωνισμό. Όπως και να το κάνουμε ισχυρίζεται ο
οικονομολόγος, από το λόγο του δημόσιου
χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ, από την εξέλιξη των ελλειμμάτων και από τις διαφορές
επιτοκίων στις κεφαλαιαγορές θα μπορούσαμε να αντλήσουμε πολύτιμα
συμπεράσματα για τα προβλήματα
σταθερότητας στο πλαίσιο της ΟΝΕ.
Η δραστική
μείωση των δαπανών και η πολιτική εξαθλίωσης του πληθυσμού που
απαιτείται από τις χώρες της Νότιας Ευρώπης, επιδεινώνουν
μόνο την ύφεση και αδειάζουν τα
δημόσια ταμεία. Η Γερμανική κυβέρνηση κατά τον Flascbeck παραβιάζει έτσι το ποιο απλό οικονομικό αξίωμα.
«Αν ο δανειστής Γερμανία, υπονομεύει
συστηματικά την ικανότητα αποπληρωμής
του χρέους των οφειλετών του στην Νότια Ευρώπη, υποσκάπτοντας την σχετική
ανταγωνιστικότητα τους σε μόνιμη βάση, τότε θα πρέπει να ζήσει με το γεγονός, ότι θα κάθεται πάνω στα
επισφαλή δάνεια που έχει παραχωρήσει και θα χρειαστεί μια αναβολή της
αποπληρωμής του χρέους, μια περικοπή των επιτοκίων ή ένα μερικό σβήσιμο του
χρέους, εάν δεν θέλει να διακινδυνεύσει
μια συνολική απώλεια των οικονομικών απαιτήσεων του". Όπερ και συνέβη με
την συμφωνία της 26ης Οκτωβρίου. Η πρόβλεψη του Flassbeck επαληθεύεται,
απομένει η τελική υλοποίηση της. Απλά οι Γερμανοί φρόντισαν να καθυστερήσουν
την διαδικασία όσο μπορούσαν για να μετατοπίσουν ένα μεγάλο μέρος των ελληνικών
ομολόγων προς την ΕΚΤ.
Η Γερμανία κατά τον στοχαστή είναι
παγιδευμένη στην ιδεολογία, ότι αποκλειστικά οι χαμηλοί μισθοί και η λιτότητα θα παράγουν περισσότερη
απασχόληση και ανάπτυξη. Για όσο διάστημα οι Γερμανοί διαθέτουν μόνο αυτή την
οπτική εξόδου από το τούνελ ο Flassbeck βλέπει ως μόνη διέξοδο από την κρίση
του ευρώ, οι Νοτιοευρωπαίοι, συμπεριλαμβανομένων των Γάλλων, να φτιάξουν μια δική τους νομισματική ένωση με ένα "Μεσογειακό
Ευρώ".
Αν το Μεσογειακό ευρώ υποτιμηθεί 30% -40% σε
σχέση με το ευρώ της βόρειας Ευρώπης, τότε το χάσμα ανταγωνιστικότητας θα
μπορούσε να κλείσει. Η Γερμανία με την εμμονή της προς τον -αποπληθωρισμό θα
έμενε μόνη της με την «μεγάλη ανταγωνιστικότητά» της.
Η αποδόμηση της κυρίαρχης οικονομικής
σκέψης.
Το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου του Heiner
Flassbeck, είναι εξίσου επίκαιρο όσο και
συναρπαστικό, για όσους ενδιαφέρονται για τις βασικές αρχές της
οικονομικής. Είναι εντυπωσιακό με πόσο σαφή και πειστικά επιχειρήματα
απορρίπτει ο εργαζόμενος στη Γενεύη,
διευθυντής της UNCTAD (Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την
Ανάπτυξη), τις πεποιθήσεις της κυρίαρχης οικονομικής θεωρίας.
Το τρέχον οικονομικό σύστημα κατά την άποψη
του έχει αποτύχει, επειδή δεν
συγκροτείται πλέον από έναν συνδυασμό ανεξάρτητης πολιτικής, οπτικών της επιχειρηματικότητας
και συμφερόντων των εργαζομένων, αλλά επιδιώκει εκ προοιμίου να αποδυναμώσει
τους εργαζόμενους και να ενισχύσει τις επιχειρήσεις.
Η Οικονομία της αγοράς ωστόσο δεν μπορεί να
λειτουργήσει χωρίς αυστηρούς κανόνες και
χωρίς αυστηρό διαιτητή. Επιπλέον, το κράτος πρέπει να ρυθμίσει ολόκληρο το
σύστημα μακροοικονομικά. Έτσι, ένα μεγάλο ελάττωμα από την γέννηση της
Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ότι δόθηκε στην Κεντρική Τράπεζα μόνο το έργο της
νομισματικής σταθερότητας και καμία υπευθυνότητα για την απασχόληση. Με αυτό το
σφάλμα, η ιδεολογία των ευέλικτων αγορών εργασίας και η ιδεολογία, ότι ο ρυθμός
πληθωρισμού είναι ανεξάρτητος από τη νομισματική ουδετερότητα στις αγορές
εργασίας, μπόρεσαν να διατηρηθούν και να μακροημερεύσουν.
Αν δεν είχαν
ακολουθηθεί αυτά τα δόγματα, θα
είχε ενδεχομένως αποφευχθεί η μεγάλη κρίση της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης,
στην ρίζα της οποίας βρίσκεται το γερμανικό μισθολογικό ντάμπινγκ. Ο Flassbeck βάλει έντονα κατά του «ένστικτου
της αγέλης» που διακατέχει τις χρηματιστικές αγορές και επικρίνει έντονα το
γεγονός ότι στις χρηματοπιστωτικές αγορές δεν δημιουργούνται πραγματικές αξίες
αλλά αντίθετα, βάλλεται η πραγματική
οικονομία σοβαρά.
Από ένα καζίνο ισχυρίζεται ο συγγραφέας δεν
θα μπορούσαν να βγουν περισσότερα χρήματα από αυτά που μπήκαν. Εκεί υπάρχει
στην καλύτερη περίπτωση ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος. Ο Flassbeck το
εξηγεί μέσα από το παράδειγμα των αγορών
πρώτων υλών που δεν κατευθύνονται από
την προσφορά και τη ζήτηση, αλλά από την κερδοσκοπία. "Το
κοπάδι κερδίζει, όσο τρέχει." Το σύστημα κινήτρων στις χρηματοπιστωτικές αγορές
λειτουργεί ακριβώς αντίθετα, σε
σχέση με την κανονική αγορά, όπου ο
επενδυτής μπορεί να κερδίσει μόνο εάν ο ίδιος διακρίνεται από τις μάζες.
Το "οικονομικό θαύμα" της
δεκαετίας του '50 και του '60 προέκυψε
επειδή ήταν εγγυημένη η συμμετοχή των ανθρώπων στην κοινωνικά παραγόμενη αύξηση
των αξιών. Με την ιδεολογία του
λεγόμενου ανταγωνισμού των «εδαφικών οικονομιών» αναπτύχθηκε η
στασιμότητα της αγοραστικής δύναμης και της ανάπτυξης. Συνέβη λοιπόν ακριβώς το αντίθετο από
αυτό που η νεοκλασική θεωρία υποστηρίζει: με την υστέρηση των πραγματικών
μισθών έναντι της παραγωγικότητας, μειώθηκε η απασχόληση συστηματικά αντί να αυξηθεί. Η μόνη
«επιτυχία» ήταν η μεγάλη άνθηση των εξαγωγών και αυτή όμως με την σειρά της
ήταν η αιτία της κρίσης του ευρωπαϊκού νομισματικού συστήματος.
Σε αντίθεση με αυτά που πιστεύουν 98 % των
οικονομολόγων, η οικονομία θα πρέπει να φροντίσει τα προϊόντα που παράγονται με μια συνεχώς βελτιωμένη τεχνολογία να βρουν και αγοραστές και αυτό
γίνεται μόνο εάν οι πραγματικοί μισθοί ακολουθούν την παραγωγικότητα. Εάν
επιπρόσθετα απορριφτεί η σκληρή πολιτική λιτότητας τότε, θα μπορούσε να είναι
υποφερτή μια οικονομία της αγοράς κατά τον 21ο Αιώνα. "Το
σύνολο της οικονομικής πολιτικής τα
τελευταία 30 χρόνια, οι μεταρρυθμίσεις της αγοράς εργασίας, η προσπάθεια να
βελτιωθεί η θέση της Γερμανίας, υπάκουαν σε μια επιχειρηματική λογική , χωρίς
καμία κοινωνική προοπτική".
Πίσω από την αντίσταση κατά του κατώτατου
μισθού υποθάλπεται η "εξαιρετικά πρωτόγονη» ιδέα μιας αγοράς εργασίας που
δουλεύει με το σύνθημα: «όποιος παίρνει πάρα πολλά, πρέπει να απολυθεί και
όποιος παίρνει λίγα φεύγει». Επειδή σήμερα κανείς δεν ξέρει πόσο αξίζει στην
κάθε περίπτωση η εργασία, η «πληρωμή σύμφωνα με την παραγωγικότητα» είναι στην
πραγματικότητα μια μυθοπλασία των οικονομολόγων σε μια κοινωνία που στηρίζεται
στην κατανομή της εργασίας.
Η πιο σημαντική αρχή της οικονομίας της
αγοράς κατά την άποψη του Flassbeck είναι: Η μάζα των ανθρώπων πρέπει να συμμετέχει πλήρως στην αύξηση της αξίας επειδή
είναι αναγκαίοι όχι μόνο ως παραγωγοί
αγαθών, αλλά και ως καταναλωτές, αν θέλουμε η οικονομία να λειτουργεί
με επιτυχία σε μακροπρόθεσμη βάση. Το θαύμα
του μεταπολεμικού Γερμανικού θαύματος ήταν η ανάπτυξη των μισθών.
Η αποτυχία της επικρατούσας πολιτικής
οικονομίας φαίνεται πολύ ξεκάθαρα στο παράδειγμα του Ευρώ. Η εξέλιξη των τιμών της Γερμανίας έχει μείνει πολύ πίσω σε σχέση με την υπόλοιπη ζώνη του ευρώ. Λόγω των
διαφορών πληθωρισμού μεταξύ των κρατών μελών και τις αποκλίνουσες τιμές
προσφοράς, τα μερίδια αγοράς έχουν μεταβληθεί, ιδιαίτερα υπέρ της Γερμανίας. Αυτό συμβαίνει επειδή ο λόγος των
ονομαστικών μισθών με την παραγωγικότητα (το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος),
κατά κύριο λόγο καθορίζουν τις τιμές των αγαθών που διαμορφώνονται υπό συνθήκες
αποτελεσματικού ανταγωνισμού. Ένας άλλος βασικός παράγοντας για την ανάπτυξη της
παραγωγής είναι η χρησιμοποίηση και το πεδίο εφαρμογής του μετοχικού κεφαλαίου.
Η νομισματική πολιτική εντούτοις επηρεάζει μόνο έμμεσα την εξέλιξη των τιμών,
ενισχύοντας ή φρενάροντας τις επενδύσεις μέσω των επιτοκίων).
«Αν έλεγε κανείς στους συμμετέχοντες της ΟΝΕ
το 1999 ότι κεντρική προϋπόθεση για τη βιωσιμότητα κάθε νομισματικής ένωσης,
είναι κάθε χώρα μέλος της να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση στον κανόνα μισθολογικό
κανόνα (πληθωρισμός συν αύξηση της παραγωγικότητας) θα μπορούσαν να είχαν
αποφευχθεί τα υπόλοιπα κριτήρια του
Μάαστριχτ και οι μοιραίες εμπορικές ανισορροπίες»(σ. 76).
Προκειμένου να τεκμηριώσει τη θεωρία του για
τη εμπορικές ανισορροπίες, ο Flassbeck ανατρέχει στην επικρατούσα θεωρία του ελεύθερου
εμπορίου. Το θεώρημα του Ρικάρντο για τα «συγκριτικά πλεονεκτήματα», πάνω στο οποίο
βασίζεται ακόμα η επικρατούσα θεωρία, κατά τον Flassbeck, είναι
σήμερα «μη ρεαλιστικό». Διότι αυτή η θεώρηση δεν λαμβάνει υπόψη για παράδειγμα, ότι υφίσταται ένα ντάμπινγκ μισθών,
ούτε το γεγονός ότι οι συναλλαγματικές ισοτιμίες έχουν μετατραπεί σε άθυρμα των κερδοσκόπων.
Πάνω απ 'όλα όμως δεν λαμβάνεται υπόψη, ότι
μέσα από μεγάλες άμεσες επενδύσεις μετατοπίζεται η υψηλή παραγωγικότητα των
ανεπτυγμένων χωρών προς τις χώρες με χαμηλότερους μισθούς. Κατά αυτό τον τρόπο
δεν δημιουργούνται «συγκριτικά πλεονεκτήματα», αλλά μονοπωλιακά κέρδη. Αντί να
συζητάμε μια μη ρεαλιστική θεωρία του ελεύθερου εμπορίου, είναι καλύτερα να
ανοίξουμε μια συζήτηση για ένα λογικό σύστημα συναλλαγματικών ισοτιμιών και για
το ντάμπινγκ μισθών μεμονωμένων χωρών, μέσω των οποίων ορισμένες χώρες αποκτούν
ένα αθέμιτο πλεονέκτημα. Το
εμπόριο όμως δεν είναι
μονόδρομος. «Όποιος πάντοτε κερδίζει,
στο τέλος θα χάσει» (σ. 88).
Τα όρια της ανάπτυξης
Ασφαλώς ο Flassbeck γνωρίζει και την
συζήτηση σχετικά με «τα όρια της
ανάπτυξης» ή την θεωρία του κορεσμού. Η κυρίαρχη
και ποσοτικά προσδιορισμένη έννοια
της ανάπτυξης διακατέχεται από την
ιδεολογία της λεγόμενης «πρυτανείας του
καταναλωτή», με βάση την οποία το κράτος και οι επιχειρήσεις δέχονται απλά τις
προσταγές των απλών καταναλωτών. Εάν υπήρχε ωστόσο η «κυριαρχία του καταναλωτή» αυτό θα
συνεπαγόταν, ότι η οικονομία θα υπηρετούσε
το λαό και όχι το αντίστροφο.
Αλλά η οικονομία δεν είναι ένα πεδίο
ελεύθερο από σχέσεις εξουσίας. Οι καταναλωτές
δεν είναι σε θέση να αλλάξουν τον κόσμο, αλλά είναι μάλλον μέρος ενός συστήματος
που δεν συγκροτήθηκε κατά κύριο λόγο για να εκπληρώσει τις επιθυμίες τους. Το σύστημα
απαιτείται να ανασκευαστεί, έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στις επιθυμίες του
λαού. Η οικονομία της αγοράς από μόνη
της δεν πρόκειται να το κάνει (σ. 90).
Μόνο αν αναλύσουμε με συνέπεια την οικονομία ως έναν χώρο που δεν υπάρχει ούτε
κυριαρχία των καταναλωτών ούτε η συμφωνία μικροοικονομικών και μακροοικονομικών
στόχων και αποτελεσμάτων, θα μπορέσουμε να σχεδιάσουμε μια ρεαλιστική εικόνα
της οικονομίας. Μόνο σε αυτή τη βάση, μπορεί να γίνει στοχευμένη και
παρεμβατική οικονομική πολιτική ώστε να προσαρμοστεί το σύστημα, «στις καλώς εννοούμενες επιθυμίες του λαού και στα
φυσικά του όρια (σ. 91).
Αυτή είναι η πρόκληση για τον 21ο Αιώνα.
Η κατασκευασμένη σύγκρουση μεταξύ οικονομίας
και οικολογίας είναι μια φαινομενική σύγκρουση. Δεν
υπάρχει ορισμός εκείνων των εμπορευμάτων των οποίων η παραγωγή είναι αναγκαίο να συμπεριληφθεί η μη στην ανάπτυξη.
«Ανάπτυξη είναι αυτό που ζητάει η κοινωνία» (σελ. 92). Το κράτος
πρέπει να ενεργεί ως πρωτοπόρος επιχείρηση της περιβαλλοντικής προστασίας. Με μια
πολιτική περικοπών των μισθών, ωστόσο το κράτος παραδίδεται στις παλιές αγορές
αντί, αντί να δημιουργεί νέες και πιο
οικολογικές.
Και η ελληνική κρίση.
Κατά τον Flassbeck σήμερα, μιλάμε μόνο για την κρίση χρέους. Δεν μπορούμε όμως να αποφύγουμε, μια απλή αλήθεια: «το χρέος του ενός, είναι πάντα
κέρδος κάποιου άλλου» (σ. 103). Εάν ωστόσο
πάρα πολλά κράτη είναι στο χρέος και
προσπαθούν ταυτόχρονα να το μειώσουν, τότε δημιουργείται σοβαρή
συστημική κρίση.
Μόνο οι μαζικές μειώσεις επιτοκίων από τις
νομισματικές τράπεζες και ακόμη υψηλότερος δανεισμός του κράτους, μπορούν να σταθεροποιήσουν μια οικονομία που
χάνει με αυτό τον τρόπο την ισορροπία. Έτσι κατά την άποψη του Flassbeck η
κρίση του χρέους στην Ελλάδα, δεν έχει να κάνει τίποτα με μια πτώχευση, αλλά
ενισχύεται με τον πανικό των «αγορών»,
από τους πολιτικούς και τα μέσα ενημέρωσης.
Η ελληνική κρίση ωστόσο ήταν κανονικά μια
ευκαιρία, να λάβουν οι αγορές ένα ισχυρό και αυστηρό ράπισμα, ώστε να μην ξανατολμήσουν να βγούνε από την
άμυνα» (σελ. 104). Εάν από την αρχή η Ευρωζώνη αντιδρούσε με ένα κοινό ομόλογο θα είχε θέσει τέλος στην κερδοσκοπία, και δεν
θα είχαμε φτάσει σε αυτό το σημείο. Για να γίνει αυτό δεν χρειαζόταν όλο το
οικοδόμημα των τραπεζών. Το τραπεζικό σύστημα« δεν είναι τίποτα περισσότερο από
μεσίτης πιστώσεων για λογαριασμό του κράτους.
Γιατί σε τελική ανάλυση με πρωτοβουλία της
κεντρικής τράπεζας παρέχεται ρευστότητα, η οποία στην συνέχεια διοχετεύεται σε
δανειολήπτες. Σε βάθος
χρόνου δεν είναι πλέον ανεκτό οι
τράπεζες να συνεχίσουν να δέχονται φτηνό χρήμα από τα
κράτη μέσω της κεντρικής τράπεζας-ΕΚΤ και να
αγοράζουν κρατικά ομόλογα τα
οποία αποδίδουν πολύ υψηλότερα επιτόκια
(σελ. 190). Το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν
αγοράζει άμεσα κρατικά ομόλογα αλλά
μόνον έμμεσα, μέσω της αναχρηματοδότησης των τραπεζών ,οφείλεται στην ιδεολογία
ότι μόνο χάρη στην σοφία της «αγοράς» αποτρέπονται τα κράτη από την
σπατάλη χρήματος.
Όταν, όμως, οι δρώντες στη χρηματοπιστωτική
αγορά, χάρη στην απελευθέρωση της,
οδηγούν ένα ολόκληρο νομισματικό σύστημα σε κατάρρευση και την
παγκόσμια οικονομία στο χείλος της καταστροφής, αυτό δεν φαίνεται να
ενοχλεί ιδιαίτερα τους νεοφιλελεύθερους. Στις
χρηματοπιστωτικές αγορές, τα πράγματα έχουν ξεφύγει εντελώς από κάθε έλεγχο. Η Οικονομία της αγοράς θα πρέπει τελικά να τεθεί υπό τον
έλεγχο της Δημοκρατίας.
Ακριβώς επειδή οι χρηματοπιστωτικές αγορές
μετά τη Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του '30 τέθηκαν υπό καθεστώς αυστηρής
ρύθμισης δημιουργήθηκε το συνακόλουθο οικονομικό θαύμα. Ζωτική προϋπόθεση είναι
το σταμάτημα της κερδοσκοπίας σε
νομίσματα. Οι Συναλλαγματικές ισοτιμίες μεταξύ των νομισμάτων
έχουν μαζί με τα επιτόκια την
πιο σημαντικά αξία για μια
ανοικτή οικονομία.
Αυτές κινούν
όλο το φάσμα των τιμών εξωτερικού εμπορίου. Για όσο καιρό δεν επιλύεται το νομισματικό πρόβλημα δεν πρόκειται να επιλυθεί κανένα
άλλο πρόβλημα. Το νομισματικό σύστημα πρέπει να καταστεί εμπορικά ουδέτερο,
δηλαδή η
ονομαστική συναλλαγματική ισοτιμία θα πρέπει
να ακολουθεί την διαφορά πληθωρισμού των χωρών. Με αυτό τον
τρόπο η πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία παραμένει σταθερή. Πυρήνας του
προβλήματος στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος, είναι ότι μια
χώρα για δεκαετίες επιδιώκει την συγκράτηση των μισθών, χωρίς να υπάρχει η
δυνατότητα για ανατίμηση ή υποτίμηση.
"Όποιος έχει μια καθαρές
και απλές διαγνώσεις έχει συνήθως και καθαρές και απλές θεραπείες» (σ.
177) γράφει ο Flassbeck.
Ορισμένα ερωτηματικά.
Ο συγγραφέας επιχειρεί να δείξει -πολλές
φορές με υπερβολικό ζήλο- ότι η κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη σχολή σκέψης είναι
παράλογη. Στην προσπάθεια του αυτή ωστόσο, διατυπώνει ορισμένες
διαγνώσεις που είναι λίγο πολύ απλουστευτικές όπως και οι προτάσεις
θεραπείας. Η εμπειρία ασφαλώς δικαιώνει τον Flassbeck, όταν επισημαίνει ότι το
ντάμπινγκ των μισθών στη Γερμανία είναι βασική αιτία των οικονομικών
ανισορροπιών. Μήπως όμως θα έπρεπε να αναφερθεί και το φορολογικό ντάμπινγκ;
Μήπως για την κρίση του χρέους στην Ελλάδα,
υπάρχουν και άλλα προβλήματα, εκτός από την οικονομική ανισορροπία; Η διαφθορά
για παράδειγμα την οποία καλλιέργησαν με ζήλο
γερμανικές εταιρείες όπως οι Siemens. Είναι μόνο το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος,
το οποίο καθορίζει την ανταγωνιστικότητα μιας οικονομίας σε βάθος χρόνου;
Μήπως δεν πρέπει να σκεφτόμαστε πάρα πολύ σε
κατηγορίες των «γεωγραφικού ανταγωνισμού» στο παιχνίδι των αγορών αλλά σε
μικροοικονομικές κατηγορίες σε συνάρτηση με το γεγονός ότι
μεμονωμένες εταιρείες ανταγωνίζονται για
τα προϊόντα τους μεταξύ τους; Τίθεται
επίσης το ζήτημα του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος που ανακύπτει, αν ένα κράτος
δραστηριοποιείται περισσότερο στην εκπαίδευση, την επιστήμη και την καινοτομία
και κατά συνέπεια έχει ως αποτέλεσμα μια
προωθημένη παραγωγικότητα.
Εάν το πάρουμε αντίστροφα, εάν δηλαδή μακροπρόθεσμα ένα
κράτος εισπράττει υψηλούς φόρους για να προφέρει υψηλά κοινωνικά και
περιβαλλοντικά πρότυπα, σε αντίθεση με άλλα κράτη που παραμελούν αυτές τις
επενδύσεις, τίθεται το ερώτημα ένα δημιουργούνται μεταθέσεις
ανταγωνιστικότητας, θετικές ή αρνητικές; Αυτά είναι ερωτήματα στα οποία θα
μπορούσε να δώσει ο Heiner Flassbeck
σίγουρα λογικές, ή τουλάχιστον εύλογες απαντήσεις.
Ίσως σε ένα επόμενο βιβλίο. Σε κάθε περίπτωση είναι απόλυτα
εύληπτος ο θυμός που διακατέχει τον Flassbeck απέναντι στις κυρίαρχες
ιδεολογίες και απέναντι στην εξαθλίωση της οικονομικής επιστήμης. Εξ ου ο
συγγραφέας καταφέρεται εκ προοιμίου κατά των σύγχρονων οικονομολόγων που τους
θεωρεί ανίδεους και αλλοτριωμένους από μια
στενόμυαλη επιχειρηματική λογική.