Η μητέρα όλων των κρίσεων και η σημασία του «μισθού»

11 Απρ 2012

Γράφει ο Μαυροζαχαράκης Μανόλης
Κοινωνιολόγος-Πολιτικός Επιστήμονας

   Κατά τον έγκριτο Ελβετό οικονομικό αναλυτή Werner Vontobel τα αίτια της διεθνούς οικονομικής κρίσης εντοπίζονται στα υπερβολικά κέρδη των επιχειρηματικών κολοσσών  και  στις ανισορροπίες της αγοράς εργασίας. Στην αγορά εργασίας κατά την άποψη του, η ισορροπία των δυνάμεων διαταράσσεται, με τον πιο εμφανή τρόπο λόγω των υπερβολικών κερδών και την  σχετική μείωση των μισθών.

   Για να επανέλθει η ισορροπία στην οικονομία της αγοράς πρέπει κατά την άποψη του συγγραφέα, να αποκατασταθεί,  η ισορροπία δυνάμεων μεταξύ μισθών και κερδών. Ο Werner Vontobel γράφει ότι "…στην κρίση των subprime οι δράστες πιάστηκαν  με το πιστόλι στο χέρι ενώ η κάννη του κάπνιζε: Αν κάποιος αγοράσει ένα σπίτι αξίας 500.000 δολαρίων για το οποίο έχει πάρει δάνειο ύψους, 600.000 δολαρίων, δεν πρέπει να τον εκπλήξει η στιγμή που θα έλθει ο μεταγενέστερος αναγκαστικός πλειστηριασμός του, ενώ για τις τράπεζες που εξέδιδαν αυτά τα δάνεια, ο κίνδυνος πιστωτικής αφερεγγυότητας.
   Εξ ου, της κρίσης κατοικίας  ακολούθησε, η ρύθμιση του τραπεζικού τομέα. Όταν ανέκυψε η κρίση δημόσιου χρέους ωστόσο, η απόδοση ευθυνών ήταν πολύ δυσκολότερη υπόθεση. Ετέθη για παράδειγμα το ερώτημα, γιατί ένα καθαρό δημοσιονομικό έλλειμμα της τάξεως του 10% (2010) όπως παρουσιάστηκε στην περίπτωση των ΗΠΑ δεν αποτέλεσε λόγο για ένα πρόγραμμα αποκατάστασης, εξυγίανσης και λιτότητας, ενώ στην περίπτωση της Ελλάδας το δημοσιονομικό έλλειμμα της τάξεως του  9,3%  του ΑΕΠ το ίδιο έτος δημιούργησε παγκόσμια οργή και κατακραυγή. Είναι ψέματα μήπως ότι μέχρι εκείνη την στιγμή  οι  υψηλές κρατικές δαπάνες εθεωρούντο διεθνώς ως το μόνο αποτελεσματικό μέσο για να αποφευχθεί η παγκόσμια ύφεση;

   Διεθνής Αβεβαιότητα και ασυμφωνία και η εξαίρεση του εταιρικού τομέα.
   Το μέλλει γενέσθαι λοιπόν; Θα υποχρεωθούν μόνο οι ελλειμματικές χώρες όπως η Ελλάδα, η Ισπανία και Πορτογαλία, να πάψουν να ζούνε πάνω από τις δυνατότητες τους, η μήπως θα πρέπει να δούμε και τις περιπτώσεις χωρών με πολύ υψηλά πλεονάσματα;
   Σε ένα πνεύμα συμβιβασμού, η ομάδα των  G20 ξεπέρασε πρόσφατα τον εαυτό της , και συμπεριέλαβε το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (νομισματικά αποθεματικά) στα υπόλοιπα κριτήρια των παγκόσμιων ανισορροπιών, μαζί με τα χρέη των κρατών  και των ιδιωτικών νοικοκυριών.
   Αυτό που ωστόσο λείπει σε αυτόν τον κατάλογο  κριτηρίων, όπως και στην δημόσια συζήτηση, είναι ο τέταρτος λογαριασμός στον  εθνικό  προϋπολογισμό - ο τομέας των επιχειρήσεων. Αυτό είναι ένα μεγάλο λάθος, γιατί οι ισολογισμοί χρηματοδότησης των κρατών και των χωρών αντιστοιχούν στους ισολογισμούς  (με αντίθετο-δηλαδή αρνητικό πρόσημο) των νοικοκυριών και του επιχειρηματικού τομέα. Αυτή η υπόθεση εργασίας μπορεί να αναπαρασταθεί κάλλιστα με βάση το παράδειγμα των ΗΠΑ. Το 2010 στις ΗΠΑ, όπου σύμφωνα με  τα στοιχεία ροής /εκροής της  Fed  οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά και οι εξωτερικές συναλλαγές πέτυχαν αντίστοιχα πλεονάσματα  527, 574 και 475 δισεκατομμυρίων  δολαρίων. Αντίστροφα ανέρχεται στο κράτος το  δημοσιονομικό έλλειμμα στα 1576 δισ. δολάρια, ή 10,8 % του ΑΕΠ. Αυτό το ποσό απομακρύνεται  φυσικά από κάθε βιώσιμο μέγεθος. Εντούτοις, πραγματικά συναρπαστικός είναι ο αριθμός των  527 (το προηγούμενο έτος 2009 μάλιστα  657 δις.) δισεκατομμυρίων  δολαρίων των καθαρών χρηματοοικονομικών πλεονασμάτων του επιχειρηματικού τομέα.
   Κανονικά, ο τομέας των επιχειρήσεων παρουσιάζει οικονομικό έλλειμμα. Με άλλα λόγια, χρηματοδοτεί  τουλάχιστον ένα μέρος των επενδύσεών του με ξένα κεφάλαια. Μόνο με αυτόν τον τρόπο, ο τομέας των νοικοκυριών έχει την δυνατότητα να επενδύσει παραγωγικά την  καθαρή αποταμίευση του (η οποία είναι, υπό κανονικές συνθήκες, περίπου 2 έως 6 % του ΑΕΠ). Το πλεόνασμα 527 δις, στον εταιρικό τομέα σημαίνει  ότι οι αμερικανικές εταιρίες μπόρεσαν  να πουλήσουν  περίπου 5 %  των αγαθών και των υπηρεσιών τους μόνο και μόνο επειδή ο αγοραστής, δηλαδή οι άλλοι  τομείς (από το 2008 αγοραστής ήταν μόνο το κράτος, ενώ πριν συμμετείχαν και τα νοικοκυριά ) χρεώθηκαν σε αυτές.
   Εάν το κράτος (και προηγουμένως τα νοικοκυριά), δεν μπορούσε  να κάνει  οποιαδήποτε πρόσθετα χρέη, οι πωλήσεις των εταιρειών θα συρρικνωνόταν κατά 6 %. Από το 2002 έως το 2010, στις ΗΠΑ ο  τομέας των επιχειρήσεων δύο μόνο χρόνια απέμεινε χωρίς καθαρό οικονομικό πλεόνασμα. Το  2010 το πλεόνασμα αυτό  ήταν 3,6% , ενώ το  2009, 4,7 % του ΑΕΠ. Από το 2002, και εντεύθεν, μόνο το 2006 και 2007 παρουσιάστηκαν χρηματοδοτικές ελλείψεις στον ιδιωτικό εταιρικό τομέα. Ο επιχειρηματικός τομέας της Γερμανίας μάλιστα από το 2002 και εντεύθεν παρουσιάζει σταθερά, χρηματοοικονομικά πλεονάσματα 2-3 % του ΑΕΠ.
   Στο σύνολο της ΕΕ-27, το εταιρικό πλεόνασμα το 2009 ήταν περίπου 1,5 % εκατό του ΑΕΠ. Ο εταιρικός τομέας της Ιαπωνίας κατέγραψε μάλιστα πλεόνασμα της τάξης του 6,9% το 2009 σε ποσοστό του ΑΕΠ. Τα καθαρά χρηματοοικονομικά πλεονάσματα που παρουσιάζει ολόκληρος ο τομέας των επιχειρήσεων, σημαίνει ότι το χάσμα μεταξύ προσφοράς και ζήτησης μπόρεσε  να γεφυρωθεί μόνο μέσω  της αντλίας των  πιστώσεων. Τα ελλείμματα των νοικοκυριών και του κράτους σε τρέχοντα εισοδήματα  (κυρίως τους μισθούς και τους φόρους),  αντικαταστάθηκαν, μέσα από την άντληση  πιστώσεων.
   Σε αντίθεση όμως με το χρέος του εταιρικού τομέα, το χρέος των ιδιωτικών νοικοκυριών, δεν καλύπτεται με ένα  παραγωγικό μετοχικό κεφάλαιο. Επίσης, το επιπλέον δημόσιο χρέος είναι διατηρήσιμο μόνο στο βαθμό που χρησιμοποιείται  για τη χρηματοδότηση υποδομών. Το γεγονός ότι αυτός ο στρεβλός  οικονομικός κύκλος μπορεί να διατηρηθεί μόνο με τη δημιουργία πιστώσεων φαίνεται και από την  μια έρευνα για τις δαπάνες των καταναλωτών (Consumer Expenditure Survey)  στις Ηνωμένες Πολιτείες.
   Με βάση αυτήν την έρευνα, συλλέγει το πλουσιότερο ένα πέμπτο των αμερικανικών νοικοκυριών, σχεδόν το 50 % του συνόλου των εσόδων μετά από φόρους, καταναλώνει όμως  μόνο το ήμισυ περίπου από αυτά. Από την άλλη πλευρά του εισοδηματικού φάσματος, ξοδεύουν τα δύο πέμπτα των φτωχότερων νοικοκυριών  περισσότερα από όσα κερδίζουν. Προφανώς, λοιπόν η αγοραστική δύναμη δεν εντοπίζεται σε εκείνα τα στρώματα  που έχουν  πραγματικές ανάγκες. Το χάσμα αυτό πρέπει να καλυφτεί με πιστώσεις πέραν των συνόρων της χώρας. Επομένως, είναι σαφές ότι  έκρηξη των τοξικών δανείων, είναι πραγματικό οικονομικό αποτέλεσμα του πλεονάσματος στον τομέα των επιχειρήσεων και της συνακόλουθης στρεβλωμένης διανομή του εισοδήματος των νοικοκυριών. Οι σχέσεις δανεισμού και οι πιστώσεις προκύπτουν μέσα στην πραγματική οικονομία, και δεν παράγονται  από τον τραπεζικό τομέα εκ του μηδενός.
   Τα χαμηλά επιτόκια δεν έχουν παραχθεί από τις εθνικές τράπεζες τεχνητά, αλλά είναι αποτέλεσμα της κατάστασης έκτακτης οικονομικής ανάγκης. Επειδή οι εταιρείες μέσα από τους χαμηλούς τους μισθούς έχουν καταστρέψει  αμοιβαία την  ζήτηση, κατ ανάγκη επενδύουν τα πλεονάσματα τους  στις αγορές κεφαλαίων, προκαλώντας τη μία ή την άλλη φούσκα. Αυτό όμως σημαίνει επίσης ότι όσο δεν αλλάζει η κατάσταση  αυτή εκκίνησης της πραγματικής οικονομίας, αυξάνει η παραγωγή των τοξικών περιουσιακών στοιχείων. Πραγματική οικονομική αποδόμηση του χρέους θα σήμαινε ότι η Γερμανία και η Κίνα, διαγράφουν  ελλείμματα  στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών τους. Θα  σήμαινε επίσης ότι το φτωχότερο 1/3 των νοικοκυριών, είτε θα αύξαινε σημαντικά το εισόδημα  του, είτε ότι θα αναγκαστεί περαιτέρω στον περιορισμό της κατανάλωσης κατά 30 % περίπου. Πάνω απ 'όλα, αυτό σημαίνει ότι θα επανεμφανιστούν  πάλι ελλείμματα χρηματοδότησης στον τομέα επιχειρήσεων. Επί του παρόντος δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι κάτι  τέτοια θα συμβεί.

   Πώς φτάσαμε ως εδώ;
   Από τη σκοπιά της διδακτέας οικονομικής τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Στην τέλεια οικονομία της αγοράς υπάρχει  ατομιστικός ανταγωνισμός. Υποτίθεται μια μηδενική συγκέντρωση ισχύος στην αγορά, για κανέναν. Ισχυρές εταιρείες στην  αγορά, όπως η Nestle,  η Walmart,  η Credit Suisse, η Mercedes πόσο μάλλον η Goldman Sachs δεν προβλέπονται στην καθαρή θεωρία. Αυτή η θεωρία, ωστόσο, απαιτεί  οι εργαζόμενοι να παρέχουν λιγότερες ώρες εργασίας , όταν οι μισθοί πέφτουν. Στην πραγματική οικονομία, τουναντίον οι εργαζόμενοι  ψάχνουν για μια ακόμη χαμηλότερα αμειβόμενη  δεύτερη εργασία. Στην αγορά εργασίας, η  υποτιθέμενη από την θεωρία, ισορροπία των δυνάμεων  έχει διαταραχθεί, αφάνταστα.
   Με άλλα λόγια, η αιτία των θετικών χρηματοδοτικών ισολογισμών του  τομέα των επιχειρήσεων, κατά κύριο λόγο είναι η  σχετική μείωση των μισθών και του μεριδίου των μισθών στην  συνολική οικονομία. Στη Γερμανία, για παράδειγμα, το μερίδιο των μισθών έπεσε στην ακαθάριστη αξία του τομέα των επιχειρήσεων το διάστημα 1992-2007 από, 66,7% στο 56,4 %. Κατά την ίδια περίοδο, το καθαρό έλλειμμα χρηματοδότηση από -5,2 %  σε πλεόνασμα 3%  εκατό της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας. Άλλοι παράγοντες που συνέβαλαν στην ανάκαμψη της εταιρικής χρηματοδότησης είναι η μείωση του μεριδίου των επενδύσεων (από 22,1% σε 17,3%  της προστιθέμενης αξίας μεταξύ  1992-2007), καθώς και ο φορολογικός ανταγωνισμός και η πτώση της φορολογικής επιβάρυνσης για τις επιχειρήσεις. Αυτός ο παράγοντας ωστόσο ευνόησε  το περιθώριο κέρδους των γερμανικών εταιρειών μέχρι το 2007, μόνο κατά περίπου 1 %.

   Η πολιτική πρέπει να αποκαταστήσει την  η ισορροπία στην αγορά εργασίας
   Με τα παραπάνω γίνεται σαφές σε ποιόν τομέα χρειάζεται  χάραξη πολιτικής. Προκειμένου να επανέλθει  η  χρηματοδότηση  του επιχειρηματικού τομέα σε ένα σημείο οικονομικής ισορροπίας πρέπει να αποκατασταθεί η ισορροπία στην αγορά εργασίας. Ως εκ τούτου χρειαζόμαστε μια ρεαλιστική προσέγγιση.
   Αν η διαπραγματευτική δύναμη των εργαζομένων είναι ήδη εξασθενημένη, δεν πρέπει να αποδυναμωθεί περαιτέρω, με την ελπίδα ότι κάποτε τελικά θα επικρατήσει η θεωρία της εντελώς ελεύθερης αγοράς και όπως περιγράφεται στα  βιβλία. Μέχρι η θεωρία να αποδώσει καρπούς για μια πραγματιστική πολιτική εξισορρόπησης της αγοράς εργασίας δεν απομένει τίποτα άλλο εκτός από την ισχυρή φορολόγηση του καθαρού πλεονάσματος ή κέρδους  των εταιρειών σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.
   Αυτό, ωστόσο θα τιθασεύσει τις χρηματοπιστωτικές αγορές μόνο όταν θα έχουν καταλάβει το πραγματικό  οικονομικό υπόβαθρο της οικονομικής κρίσης. Εν τω μεταξύ, βοηθάει  μόνον μια βιτρίνα μέτρων  και η λογική του κοπαδιού. Επιστρατεύονται το  ΔΝΤ, η ΕΕ, η ΕΚΤ, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα της Γερμανίας, η   Τράπεζα της Γαλλίας, για να εγγυηθούν με κάποιο τρόπο  το χρέος και να το  αναχρηματοδοτήσουν μόνο σε μικρές δόσεις. Για  παράδειγμα, με μέτριες μειώσεις των επιτοκίων και τη παράταση της  διάρκειας αποπληρωμής  σε υφιστάμενα χρέη. Από καθαρά αστική οικονομική άποψη όμως, δεν υπάρχει κανένας λόγος για την γρήγορη  εξάλειψη του υφιστάμενου χρέους.
   Με αυτή την έννοια, όπως πολύ σωστά παρατηρεί μεταξύ άλλων ο George Irvine ο φονταμενταλισμός των αγορών, «σύμφωνα με τον   οποίο  οι αγορές εμπεριέχουν όλη τη διαθέσιμη πληροφόρηση και λειτουργούν από πλήρως ενήμερους καταναλωτές και παραγωγούς που είναι εις θέση να υπολογίζουν όλα τα μελλοντικά ρίσκα των κινήσεών τους» αποδεικνύεται ως τραγική αυταπάτη. Από την στιγμή που η Κίνα και η Γερμανία είναι διατεθειμένες να συνεχίσουν να επιτείνουν εξαγωγές τους  και τα  πλεονάσματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών τους, αρνούνται στην ουσία να αποπληρώσουν τις πιστώσεις τις οποίες έλαβαν.
   Το  Πεκίνο και το Βερολίνο είναι προφανώς ευχαριστημένες πρωτεύουσες με το δόκιμο καθεστώς: εμείς παράγουμε, εσείς καταναλώνετε. Από την πλευρά της πολιτικής Οικονομίας ωστόσο αυτός ο διακανονισμός φαντάζει εντελώς παράλογος. Μακροπρόθεσμα θα χρειαστεί περισσότερο ή λιγότερο η εθνικοποίηση του συστήματος δανεισμού, όπως στην Κίνα και με την αυξανόμενη δημόσια ρύθμιση των αγορών εργασίας όπως στη Γερμανία. Εν κατακλείδι, μία πολιτική που επιθυμεί να αποκαταστήσει σε καθεστώς ισορροπίας στην οικονομία της αγοράς, όπως κάποτε υπήρχε υπό συνθήκες δημοκρατικού καπιταλισμού, θα πρέπει πρώτα να επαναφέρει την ισορροπία των δυνάμεων κεφαλαίου και εργασίας. Ένα βασικό σημείο αναφοράς στην κατεύθυνση αυτή  αποτελεί το καθαρό χρηματοδοτικό απόθεμα των επιχειρήσεων. Στην Ελλάδα ενοχοποιείται επαρκώς η εργασία, το κράτος, ο συνδικαλισμός, η πολιτική, η δημόσια διοίκηση και γενικώς οτιδήποτε σχετίζεται με συλλογικά αγαθά. Για τις επιχειρήσεις που απορρόφησαν τα προγράμματα Ντελόρ και τρείς αναπτυξιακούς νόμους δεν μιλάει κανένας. Ούτε καν η αριστερά. Όλοι έχουν επικεντρωθεί στην διαφθορά και στην διαπλοκή αναζητώντας το επιφαινόμενο και τις κρεμάλες στο σύνταγμα. Κανείς δεν ενδιαφέρεται πλέον  για αναζήτηση πραγματικών συμφερόντων με την ταξική έννοια του όρου. Κατά συνέπεια η ελληνική πολιτική σκηνή είναι ένας αταξικός, αποιδεολογικοποιημένος και σε τελική ανάλυση μη-πολιτικός αχταρμάς, που ενδιαφέρεται μόνο ποιους θα εκλέξει στην επόμενη βουλή.

   O ήπιος νεοφιλελευθερισμός
   Μέσα σε αυτό το θολό πλαίσιο αναδεικνύεται ένας νέος «ήπιος νεοφιλελευθερισμός». Παραπέμπω σε τρία ενδεικτικά παραδείγματα.
   Το 1982 ο Α. Ανδριανόπουλος (Καθημερινή 30.5.82) έγραφε:
   «Το κράτος με τον όγκο του αυξάνει τα προβλήματα αντί να τα μειώνει, δημιουργεί πληθωρισμό με τη χρηματοδότηση των ελλειμμάτων του, ενώ ταυτόχρονα δυναμιτίζει την παραγωγικότητα με τον «ωχαδερφισμό» και τη δυσπραγία των κρατικοποιημένων και κατά κανόνα μονοπωλιακών επιχειρήσεων του.. ..Οι πιο αφοσιωμένοι μαρξολόγοι άρχισαν ν' αναζητούν μεθόδους για να απαλλάξουν το σοσιαλισμό από... το κράτος.»
   To 1983 ο Μ. Παπαγιαννάκης (Βήμα 10.7.83) έγραφε:
   «Ο Έλληνας πολίτης... έχει φθάσει στα όρια ανοχής του απέναντι στην ανικανότητα και την παχυδερμία του δημόσιου βροντόσαυρου... Να μπορούσαν, λέει, οι νεοφιλελεύθεροι, μέσα στη σημερινή ορμή τους, να βοηθήσουν να απαλλαγεί η ελληνική κοινωνία από τον αφόρητο κρατισμό... τι θαύμα όταν κι αυτό.»
   To 2012 στο Μανιφέστο θέσεων του Κόμματος Δημιουργία ξανά αναφέρεται: «Σήμερα το μέγα ζητούμενο είναι η ανάπτυξη. Όμως, ανάπτυξη με ένα αδηφάγο, δυσκίνητο και αναποτελεσματικό κράτος αποκλείεται να υπάρξει. Ποιος επενδυτής – Έλληνας ή ξένος - θα πετάξει την περιουσία του στη μαύρη τρύπα της διαφθοράς και της γραφειοκρατίας; Ενώ οι ανευθυνοϋπεύθυνοι του Υπουργείου Ανάπτυξης κάνουν ταξίδια προσέλκυσης επενδυτών, σπαταλώντας το υστέρημα του Έλληνα σε έξοδα μετακίνησης και διαμονής μια ολόκληρης κουστωδίας «υπηρεσιακών παραγόντων», σε ακριβά ξενοδοχεία, ενώ συμμετέχουν σε διεθνείς εκθέσεις με τεράστια περίπτερα και με πολυτελή έντυπα, την ίδια στιγμή στα συρτάρια των Υπουργείων αραχνιάζουν επί χρόνια επενδυτικές προτάσεις δεκάδων δις, γιατί οι «αρμόδιοι» βαριούνται ή δεν ξέρουν πώς να τις προχωρήσουν ή απλώς περιμένουν τη μίζα τους. Οι επενδύσεις όμως δεν έρχονται με παρακαλητά. Έρχονται μόνες τους! Αρκεί να διαπιστώσουν ότι υπάρχει ευνοϊκό κλίμα, φιλικό περιβάλλον, σταθερότητα και προοπτική κερδοφορίας».
   Στον πυρήνα τους και οι τρείς απόψεις διαπιστώνουν μια αντίφαση μεταξύ  οικονομίας και κράτος. Οι υγιής δυνάμεις συγκεντρώνονται στην ιδιωτική οικονομία Ως σταυρικό πρόβλημα στη σχέση κράτους - οικονομίας, τίθεται το ζήτημα των δημόσιων οικονομικών (ελλείμματα, ισοζύγια κλπ.) και της διαφθοράς.
   Η αντίληψη αυτή παρακάμπτει τις διαφορές μεταξύ ενός κράτους «πληθωρικού και αδύναμου». Ένα κράτος,  αδύναμο, σε ό,τι άφορα τις ρυθμιστικές και αναπτυξιακές του δραστηριότητες: τη ρύθμιση συγκοινωνίας..., την παιδεία, την υγεία  την περιφερειακή ανάπτυξη..., την  αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών... την τήρηση της τάξης στα γήπεδα, την καθαριότητα δρόμων, τον  έλεγχο τιμών, είναι παντελώς  αναξιόπιστο και περίπου απόλυτα αφερέγγυο.
   Ένα φερέγγυο κράτος ωστόσο κατ» ανάγκη είναι πληθωρικό, ανακατεύεται σε όλα, συντηρεί στρατιές υπαλλήλων και χρειάζεται για την παραγωγή έργου την κατανάλωση κονδυλίων Τέτοια φερέγγυα κράτη υπάρχουν στην Σουηδία, στην Γερμανία, στην Γαλλία και σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες της Ευρώπης. Ως άσκηση προς προβληματισμό τίθεται λοιπόν το ερώτημα, γιατί οι αναδυόμενοι νεοφιλελεύθεροι στην Ελλάδα τύπου «Δημιουργία Ξανά», αναλύοντας το ελληνικό κράτος παραπέμπουν στην εύρυθμη λειτουργία των δυτικών κρατών, δεν ζητάνε όμως την  εισαγωγή ενός τέτοιου κράτους στην Ελλάδα; Μήπως οι στοχαστές αυτής της σχολής εννοούν ότι εμείς εδώ στην Ελλάδα ,δεν μπορούμε να φτάσουμε το επίπεδο ενός δυτικού κράτους , επομένως οφείλουμε να καταργήσουμε και αυτό που έχουμε;
   Ως  δεύτερη άσκηση προς προβληματισμό τίθεται το ερώτημα  γιατί όσοι κόπτονται για τις νεοελληνικές αδυναμίες, ξεχνούν ότι σε και σε  αυτήν άμοιρη χώρα υπάρχουν αυτοί που εργάζονται πολύ σκληρά, με πολύ χαμηλό μισθό; Υπάρχει ακόμα στο λεξιλόγιο των αναδυόμενων κομμάτων η έννοια της εργασίας;
   Ο καπιταλισμός δυστυχώς δεν είναι δενδροφύτευση, «δημιουργική απασχόληση», και «σχόλη». Είναι σκληρή εκμετάλλευση, αλλοτρίωση και κοινωνική ανομία…
   Με κοινωνικά αποξενωμένα οράματα που αφορούν το 1/20 της ελληνικής κοινωνίας δύσκολα γίνεται  ανοικοδόμηση. Κάθε νέα θεώρηση που εμφανίζεται υπό συνθήκες κρίσης είναι σαθρή εφόσον δεν αναγνωρίζει ένα γενικά αποδεκτό, μη διαπραγματεύσιμο και κοινό πλαίσιο το οποίο θα προστατεύει και θα διευκολύνει τη συνύπαρξη και την πραγμάτωση των διαφορετικών ατομικών αντιλήψεων αι αναγκών. Γι’ αυτό το λόγο πρέπει  εν μέσω του κράτους να εξασφαλίζεται για τον κάθε πολίτη ένα ίσο μερίδιο από τα αναγκαία μέσα, όπως δικαιώματα, ελευθερίες, ευκαιρίες και πλούτος, προκειμένου να πραγματοποιήσει τα σχέδιά ζωής του.  Αυτό είναι το ελάχιστο. Κάθε τι άλλο και κυρίως «λιγότερο»  παραπέμπει σε εποχές σκοταδισμού και βαρβαρότητας.
Share on:
 
Copyright © Onus News - All Rights Reserved
Developed by Onus News