του Μαυροζαχαράκη Μανόλη
Κοινωνιολόγος-Πολιτικός Επιστήμονας
Η ελπίδα για ένα θετικό αποτέλεσμα
Το θετικό αποτέλεσμα που πέτυχαν την περασμένη βδομάδα οι σοσιαλιστές
του Φρανσουά Ολάντ στον πρώτο γύρο των Γαλλικών προεδρικών εκλογών είναι ένα
θετικό μήνυμα για την Ελλάδα.
Όλοι ευελπιστούμε το μήνυμα αυτό να επιβεβαιωθεί και την προσεχή Κυριακή
στην τελική αναμέτρηση. Άλλωστε η Γαλλία είναι η δεύτερη οικονομική δύναμη της
Ευρωζώνης και ένα στρατηγικό κέντρο αποφάσεων για όλα τα τεκταινόμενα στην
Γηραιά Ήπειρο και λειτουργεί διαχρονικά
σαν σύμμαχος της Ελλάδος και σαν αντίβαρο της Γερμανίας.
Η ένταξη μας στην ΕΟΚ και στην Ευρωζώνη, η διεθνής διευθέτηση εθνικών
απειλών και η αντιμετώπιση της τρέχουσας οικονομικής κρίσης, έτυχαν της
στήριξης των γαλλικών κυβερνήσεων. Εάν ο
Ολάντ αναλάβει τελικά την διακυβέρνηση της Γαλλίας, η πολιτική της κ. Μέρκελ πιθανότατα
θα συναντήσει ένα σοβαρό αντίπαλο δέος για ζητήματα στρατηγικής διαχείρισης της
ελληνικής και ευρωπαϊκής κρίσης.
Το
δόγμα της λιτότητας
Όπως επισημαίνει άλλωστε
και ο διάσημος οικονομολόγος Paul Krugman στο τελευταίο άρθρο του οι
«περισσότεροι πολιτικοί και εμπειρογνώμονες της Ευρώπης -και πολλοί πολιτικοί
και εμπειρογνώμονες της Αμερικής- έπεσαν θύμα ενός καταστρεπτικού οικονομικού
δόγματος: σύμφωνα με το δόγμα αυτό, οι κυβερνήσεις δεν έπρεπε να αντιδράσουν
στις έντονες υφεσιακές πιέσεις στις οικονομίες τους όπως επιτάσσει η οικονομική
θεωρία -αυξάνοντας δηλαδή τις δημόσιες δαπάνες ώστε να αντισταθμιστεί η μείωση
της ζήτησης των νοικοκυριών- αλλά με δημοσιονομική λιτότητα και περικοπές των
δαπανών με στόχο την ισοσκέλιση των προϋπολογισμών τους».
Η αδιαφιλονίκητη ορθότητα της παραπάνω διαπίστωσης
αντιπαραβάλλεται έναντι του ερωτήματος εάν πράγματι επίκειται τεκτονικές
πολιτικές αλλαγές στην Ευρώπη προς μια προοδευτική κατεύθυνση, μετά τις
εξελίξεις στην Γαλλία, μετά την πτώση της
κυβέρνησης στην Ολλανδία και αφότου σε όλη την Ευρώπη είναι πλέον
προφανές ότι πέραν της Γερμανίας κανένα άλλο κράτος δεν αποκομίζει οφέλη από
τον φονταμενταλισμό της λιτότητας και των αγορών.
Όπως σχολιάζει η συντάκτης της εφημερίδας Le Monde Sylvie Kauffmann αυτή την στιγμή η
Ευρώπη ζει κάτω από μια συγκυρία φόβου για τις επικείμενες θυσίες που ενδέχεται
να επιβληθούν διαμέσου της περιστολής
που πρόκειται να επιβληθεί διαμέσου του δημοσιονομικού συμφώνου που επιχειρεί
να επιβάλει η Γερμανία. Στο πλαίσιο αυτό πολίτες στην Ευρώπη, προεξαρχόντων των Γάλλων, εκπέμπουν το δικό
τους μήνυμα απόρριψης της γερμανικής μεθόδου διαχείρισης της
κρίσης της Ευρωζώνης.
Την ίδια στιγμή
ακόμη και οι πιο πρόθυμες κυβερνήσεις δεν κατορθώνουν να ικανοποιήσουν
τους δημοσιονομικούς όρους της ευρωζώνης χωρίς να θέσουν σε κίνδυνο την ίδια τους την υπόσταση εξουσίας. Είναι προφανές επομένως ότι αυτή την στιγμή τεκμαίρεται μια αλλαγή
περιβάλλοντος στην Ευρώπη. Η αλλαγή αυτή ωστόσο πρέπει να προσεγγιστεί με
επιφυλακτικότητα, διότι κάθε προοδευτική μεταβολή συναντά απέναντι της το
δύσκαμπτο θεσμικό μόρφωμα της ΕΕ.
Το δημοσιονομικό σύμφωνο
Όπως σημειώνει εύστοχα ο ισπανός καθηγητής Πολιτικών
Επιστημών ο Χοσέ Ιγνάθιο Τορεμπλάνκα οι
πολίτες στην Ευρώπη και τα κράτη μέλη μπορούν να εκφραστούν μέσω του Ευρωπαϊκού
Συμβουλίου και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Εντούτοις η καθοριστική πρωτοβουλία
βρίσκεται στην Κομισιόν η οποία δρα υπό την επιρροή της
Γερμανίας και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας,
Οι πραγματικές μάχες για την κρίση διεξάγονται με απόλυτη
αδιαφάνεια.
Όπως τονίζει ο Τορεμπλάνκα «το Δημοσιονομικό Σύμφωνο, η
πιο ανισόρροπη και ασύμμετρη συνθήκη που υπογράφτηκε ποτέ, είναι το καλύτερο
παράδειγμα της νέας Ευρώπης: σκληρή εφαρμογή της λιτότητας με ασαφείς
υποσχέσεις για ανάπτυξη. Στην παλιά καλή Ε.Ε. τα κράτη-μέλη ήταν ίσα και οι συνθήκες
αντιπροσώπευαν τον συμβιβασμό των αντικρουόμενων οραμάτων για την Ευρώπη. Τώρα
η Ευρώπη είναι μόνο ασύμμετρη εξουσία και φόβος για το μέλλον. Η Ευρώπη μοιάζει
τώρα με αυτό που ο Τόμας Χομπς περιέγραψε ως τη φυσική κατάσταση της ανθρώπινης
ζωής: «φτωχή, κακή, βίαιη και σύντομη». Έχουν περάσει δύο χρόνια και δεν έχει
υιοθετηθεί ούτε ένα αναπτυξιακό μέτρο. Είναι ώρα να πούμε "Φτάνει!"».
Κάτω από αυτές τις συνθήκες είναι πολύ σημαντική η εκλογή του Ολάντ.
Το πρόγραμμα του Ολάντ
Ο Γάλλος σοσιαλιστής έχει ταχθεί ξεκάθαρα υπέρ μιας
οικονομικής πολιτικής με μεγαλύτερη έμφαση στην ανάπτυξη παρά στη λιτότητα,
προστατεύοντας παράλληλα το κράτος πρόνοιας, τις ασθενέστερες τάξεις, τα
κοινωνικά και εργασιακά κεκτημένα και έχει
δεσμευτεί να πιέσει για μια ανάλογη οικονομική στρατηγική σε
πανευρωπαϊκό επίπεδο. Γεγονός που τον έχει φέρει σε ευθεία αντιπαράθεση με το
Βερολίνο.
Μάλιστα, προκαλώντας τη γερμανική κυβέρνηση επιμένει στην
επανα-διαπραγμάτευση του περίφημου νέου Σύμφωνου Δημοσιονομικής Πειθαρχίας, που
η κα. Μέρκελ προσπαθεί με κάθε τρόπο να
επιβάλει.
Στο εσωτερικό μέτωπο, η γαλλική οικονομία είναι στη χειρότερη
κατάσταση από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ανεργία και η δυστυχία αυξάνονται
καθημερινά. Τα προβλήματα διαρκώς διογκώνονται από το 2007 όταν ο Σαρκοζί
ανέλαβε την εξουσία. Οι συντάξεις και οι συνθήκες εργασίας έχουν επιδεινωθεί
ενώ οι τιμές ανεβαίνουν συνεχώς.
Δεν υπάρχει σχεδόν καμία
μεταρρύθμιση της κυβέρνησης Σαρκοζί, η οποία να άλλαξε τη ζωή των ανθρώπων προς
το καλύτερο. Απέναντι στον Σαρκοζί, ο Σοσιαλιστής Ολάντ υποστηρίζει την
επιστροφή στην κοινωνική δικαιοσύνη και διεκδικεί μια πιο δίκαιη φορολογική
νομοθεσία, καθώς και τη μεταρρύθμιση του τραπεζικού συστήματος.
Ο Ολάντ προτείνει την
τόνωση της ανταγωνιστικότητας της Γαλλίας μέσω της δημιουργίας μιας δημόσιας
τράπεζας επενδύσεων, που θα ανακούφιζε τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και θα
διέθετε πολύ μεγαλύτερο μερίδιο των διαθέσιμων ιδιωτικών της καταθέσεων για
επενδύσεις. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ζητάει
ένα επενδυτικό πρόγραμμα υποστήριξης προς τις πράσινες τεχνολογίες.
Η ποιότητα της
εκπαίδευσης είναι ένα ακόμα κρίσιμο ζήτημα στο οποίο προκρίνει ο Ολάντ καταγγέλλοντας τις
«οριζόντιες» περικοπές σε χρηματικούς και ανθρωπίνους πόρους στις οποίες
επιδίδεται ο Σαρκοζί. Ο σοσιαλιστής υποψήφιος
προτείνει την επαναφορά 60,000 κατηργημένων θέσεων εργασίας στο εκπαιδευτικό
σύστημα, αλλά δείχνει επίσης έτοιμος να υιοθετήσει μεθόδους που θα καταστήσουν
ανταγωνιστικότερη τη γαλλική εκπαίδευση.
Ο ίδιος τάσσεται επίσης υπέρ του φόρου στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές
(φόρος Τόμπιν) και υπέρ του ευρωομολόγου, υποσχόμενος να φορολογήσει επιπλέον
τους έχοντες υψηλότατα εισοδήματα σε μια προσπάθεια να γεμίσει τα Ταμεία και να
δημιουργήσει 150.000 νέες θέσεις εργασίας.
Στο μεταναστευτικό έχει δεσμευθεί να ανοίξει τη συζήτηση ενώπιον της
Γαλλικής Εθνοσυνέλευσης για το αν στη Γαλλία υπάρχουν υπερβολικός αριθμός
μεταναστών. Στο θέμα της πυρηνικής ενέργειας δηλώνει αποφασισμένος να μειώσει
την «πίτα» από το 75% στο 50% μέχρι το 2025. Από τα προαναφερθέντα
ανακύπτει με σαφήνεια ένα συμπέρασμα το οποίο έχει διατυπωθεί από τον Γάλλο
οικονομολόγο Jaen Paul Fitoussi ως εξής: «Η Ευρώπη στράφηκε υπερβολικά γρήγορα στη λιτότητα,
θέτοντας σε κίνδυνο τις ελπίδες της για ανάπτυξη. Οι ηγέτες της ευρωζώνης καλά
θα κάνουν να καταλάβουν ότι στην οικονομία, όπως και στην πολιτική, η ισχύς δεν
δημιουργεί σχεδόν ποτέ δίκαιο».
Και η Ελλάδα
Όσον αφορά την Ελλάδα Ολάντ, υπερασπίζεται επί της αρχής την στήριξη της αναγνωρίζοντας τις θυσίες και τον αγώνα του ελληνικού
λαού, στηλιτεύει όμως το την αναξιοπιστία του ελληνικού κράτους κατά το
παρελθόν, όσον αφορά τα καθήκοντα απέναντι στην ΕΕ.
Όμως, παράλληλα πιστεύει ότι τα μέτρα λιτότητας που προβλέπονται στο
δεύτερο πακέτο διάσωσης της χώρας μας, θα πρέπει να συνοδευτούν από ένα
κοινωνικό και αναπτυξιακό μνημόνιο. Ο Ολάντ εκτιμά ότι χωρίς κοινωνική
επανεξισορρόπηση και ανάπτυξη, δε θα υπάρξει θεαματικό αποτέλεσμα παρά μόνο εξαγορά χρόνου.
Πρόσφατα μάλιστα ο Ολλάντ δήλωσε ευθαρσώς ότι θα
δρομολογήσει μέτρα για την ελάφρυνση του ελληνικού λαού, σε περίπτωση που
εκλεγεί, καθώς,
όπως υποστήριξε, τα μέτρα λιτότητας που έχουν επιβληθεί στην Ελλάδα δημιουργούν
ένα φαύλο κύκλο ύφεσης.
"Η πρότασή μου ξανά
είναι η ανάπτυξη. Η Ελλάδα σήμερα βρίσκεται σε βαθιά ύφεση και δεν
μπορεί να συνεχίσει σε αυτήν την κατάσταση. Οι θυσίες του ελληνικού λαού δεν
αποδίδουν στο πλαίσιο της μείωσης του ελλείμματος που απαιτεί η διεθνής
κοινότητα αλλά και η Ευρώπη. Πρόκειται για έναν φαύλο κύκλο. Μετά τις 6
Μαΐου, ελπίζω πως θα ασχοληθώ και με αυτό το ζήτημα", είναι η
χαρακτηριστική δήλωση του Ολλάντ. Η ανάπτυξη, κατά τον Ολλάντ, είναι η πιο μεγάλη παράβλεψη της πολιτικής απάντησης στην ευρωπαϊκή κρίση. Σε κάθε περίπτωση
ο Ολάντ, προκρίνει ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον όραμα
για τη Γαλλία και την Ευρώπη, που συνάδει με την ατζέντα της χώρας μας.
Η
προοδευτική μετατόπιση
Παρά τις εύηχες απόψεις του κ. Ολάντ, αναμφισβήτητα το κυρίαρχο κέντρο
των αποφάσεων στην Ευρώπη παραμένει το Βερολίνο. Η Γαλλία πρέπει να
αντιμετωπίσει το πρόβλημα του δημόσιου χρέους της για να μην χάσει την
αξιολόγηση Α που διαθέτεις τις διεθνείς αγορές.
Σε αυτό το σκηνικό τα μέτρα εξοικονόμησης 115 δισ. σε ορίζοντα
πενταετίας που έχουν στόχο να περιορίσουν το έλλειμμα από 5,7% στα επιτρεπτά
όρια του 3% και να τιθασεύσουν τη δυναμική του χρέους (που είναι ήδη στο 86%)
δεν θα μπορούσαν παρά να είναι τα «πιο σκληρά μεταπολεμικά». Μεγάλη σημασία θα
έχει επομένως τόσο για την Γαλλία όσο και για την χώρα μας να αλλάξουν οι
συσχετισμοί δυνάμεων και στην Γερμανία, ώστε να δημιουργηθεί ένας νέος
προοδευτικός άξονας κυριαρχίας στην
Ευρώπη, ο οποίος θα αμφισβητήσει και θα απορρίψει τις μονεταριστικές
λογικές που εφαρμόζει σήμερα ο νεοσυντηρητικός άξονας.
Η κοινωνική και η
οικονομική κρίση στις χώρες των λεγόμενων P.I.I.G.S.
(Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ιταλία, Ελλάδα και φυσικά Ισπανία) ανάγεται εν μέρει
στους χειρισμούς του Γαλλογερμανικού άξονα. Ο κ. Σαρκοζί μπορεί να ισχυρίζεται
προεκλογικά ότι έσωσε το Ευρώ, αλλά στην πραγματικότητα οι χειρισμοί του, μαζί
με την
Μέρκελ, οδήγησαν σε μεγάλο βαθμό στα συμπτώματα της κρίσης στην
Ευρώπη.
Με δεδομένο ότι ο δεύτερος γύρος των Γαλλικών εκλογών
διεξάγεται στις 6 Μάιου, μια μέρα πριν τις εκλογές στην Ελλάδα, υπάρχει η
πιθανότητα να διαμορφωθεί ένα νέο πολιτικό σκηνικό ευνοϊκότερο για την χώρα μας.
Αυτό προϋποθέτει φυσικά ότι στην Ελλάδα δεν θα υπάρξει πολιτική αστάθεια και ακυβερνησία μετά τις εκλογές και ότι θα
προκύψει μια κυβέρνηση με σαφή ευρωπαϊκό προσανατολισμό, ικανή να κλείσει συμμαχίες
στην Ευρώπη. Από μια τέτοια κυβέρνηση δεν είναι απαραίτητο να απέχει η
αριστερά.
Οι εκλογές στην Γαλλία
προσφέρουν, στην βαθιά συντηρητική ΕΕ
την ευκαιρία να αρχίσει να αλλάζει. Αν τελικά επικρατήσει ο Ολλάντ,
σηματοδοτείται μια προοδευτική μετατόπιση στην Ευρώπη, στην οποία θα
χρειαστεί συμμάχους, για να
δρομολογηθούν ριζικές αλλαγές σε σημαντικά ζητήματα, όπως η γραφειοκρατία της
ΕΕ, ο μονόδρομος της λιτότητας των «Μερκοζί» και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Θα ήταν
κρίμα η Ελλάδα να μην μπορέσει να
παρακολουθήσει την προοδευτική μετατόπιση της Ευρώπης. Πέρα από τους
ακατάσχετους λαϊκισμούς υπάρχει επομένως και μια πραγματική ελπίδα ανατροπής σε
όλη την Ευρώπη, από την οποία η Ελλάδα δεν πρέπει να μείνει αμέτοχη.