του Σπύρου Λαπατσιώρα
Καθηγητής Οικονομικών, Πανεπιστήμιο
Κρήτης
Η απάντηση στο ερώτημα
«Πού πάει η Ευρώπη;» απαιτεί την κατανόηση της στρατηγικής διαχείρισης της
κρίσης του 2008 που διαμορφώνει τις ασκούμενες πολιτικές.
Η κρίση του 2008 βρήκε
την Ευρώπη με ένα θεσμικό πλαίσιο το οποίο δεν αρκούσε για την εμπέδωση των πειθαρχιών
του Συμφώνου Σταθερότητας. Ενώ η νεοφιλελεύθερη οργάνωση της Ευρωζώνης
αποσκοπούσε στη μεταφορά των πιέσεων στον κόσμο της εργασίας, αφαιρώντας του
εισοδήματα και διαπραγματευτική ισχύ, οι άρχουσες τάξεις των κρατών μελών είχαν
τη δυνατότητα αναβολής για άλλο χρόνο σημαντικών κοινωνικών και πολιτικών
συγκρούσεων μέσω των ευκολιών που παρείχε ο χρηματοπιστωτικός τομέας. Οι ρυθμοί
εμπέδωσης της νεοφιλελεύθερης πειθαρχίας ήταν υπαρκτοί μεν αλλά «χαμηλοί» και
αναντίστοιχοι με ό,τι απαιτούνταν από το «γράμμα» των κειμένων (για παράδειγμα,
την περίοδο Σημίτη έγιναν σημαντικές ιδιωτικοποιήσεις και προσαρμογές της
αγοράς εργασίας αλλά συγχρόνως αναβλήθηκε η αλλαγή στο ασφαλιστικό σύστημα μετά
την ευρύτατη αντίδραση).
Η κρίση του
2008 έβαλε ένα τέλος στην προηγούμενη κατάσταση. Για τη
διαχείριση των συνεπειών της είτε θα λαμβάνονταν μέτρα τα οποία θα έθεταν σε
σοβαρότατη δοκιμασία τη νεοφιλελεύθερη ηγεμονία και οργάνωση της Ευρωζώνης είτε
θα επιταχυνόταν η εμπέδωση του νεοφιλελευθερισμού.
Από τις αρχές του 2009, οι άρχουσες τάξεις της Ευρώπης είδαν την
κρίση ως ευκαιρία να αλλάξει το «ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο» και να διασωθεί ο
νεοφιλελευθερισμός διά μέσου της εμβάθυνσής του και της επιτάχυνσης των
αντίστοιχων μεταρρυθμίσεων. Στο ερώτημα ποιος θα πληρώσει τις συνέπειες της
κρίσης η απάντηση ήταν ομόθυμη: ο κόσμος της εργασίας, μέσω της υποτίμησής του
και σε ισχύ και σε εισοδήματα. Αυτός ο στόχος όμως συνεπάγεται σημαντικότατες
κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις. Για να μπορούν οι κυβερνήσεις να το φέρουν
σε πέρας χωρίς να βρεθούν σε ηθικό κίνδυνο να υποκύψουν στις απαιτήσεις των
κατώτερων τάξεων καθώς θα αυξάνει η ένταση των κοινωνικών συγκρούσεων θα πρέπει
να δρουν σαν να δίνουν μάχη σε περικυκλωμένο έδαφος.
Αυτή η στρατηγική
στόχευση διέπεται από την ορθολογικότητα της διεξαγωγής ενός πολέμου,
κοινωνικού πολέμου, που διεξάγεται εν ονόματι του μακροπρόθεσμου συμφέροντος
των αρχουσών τάξεων της Ευρώπης. Κάθε κυβέρνηση σε κάθε χώρα μέλος αναλαμβάνει
να το φέρει σε πέρας με τη βοήθεια των υπολοίπων αρχουσών τάξεων.
Αυτή η βοήθεια έχει δύο
χαρακτηριστικά. Πρώτον, σέβεται τον ηθικό κίνδυνο και επομένως σπρώχνει τα
πράγματα στα άκρα ακόμη και με τον κίνδυνο απαξίωσης των «ιπποτών της
μεταρρύθμισης» που εκάστοτε κυβερνούν. Βέβαια οι πολιτικές αυτές δημιουργούν
ύφεση, υψηλότερο δημόσιο χρέος, μεγάλη ανεργία και απορρύθμιση της «κανονικής»
λειτουργίας των αγορών χρήματος, οι οποίες επιχειρούν να αμυνθούν στη
διαφαινόμενη απώλεια αξιών από τις ασκούμενες πολιτικές αποσύροντας την
εμπιστοσύνη τους, με συνέπεια να χειροτερεύει η οικονομική κατάσταση που έχει
να διαχειριστεί η εκάστοτε κυβέρνηση και συνολικά η Ευρωζώνη. Για αυτό τον λόγο
το δεύτερο χαρακτηριστικό είναι η λήψη μέτρων τα οποία «φρενάρουν» την εξέλιξη
της κρίσης πριν περάσει κάποια μη-διαχειρίσιμα όρια, όπως αυτά τίθενται στην
εκάστοτε συγκυρία.
Έχει γίνει
κοινός τόπος να κατηγορείται αυτή η στρατηγική για
ανορθολογισμό εφόσον εντείνει τα υφεσιακά φαινόμενα και επομένως τα
δημοσιονομικά προβλήματα τα οποία η ίδια θέτει ως στόχο να θεραπεύσει. Ωστόσο
στον βαθμό που στοχεύει στην αλλαγή του ιστορικού ορίου των αναγκών των
εργαζομένων ώστε να ξεκινήσει ένας νέος κύκλος συσσώρευσης με αυξημένη ισχύ και
πλούτο για το κεφάλαιο, τόσο η κατηγορία περί αποτυχίας -έχει ήδη οδηγήσει σε
υποτίμηση της εργασίας γενικά- όσο και η κατηγορία περί ανορθολογικότητας δεν
ευσταθεί. Η απάντηση σε αυτές τις κατηγορίες του κ. Σόιμπλε, πρόσφατα, δείχνει
την ορθολογικότητα της πολεμικής τακτικής που ακολουθείται. Εν συντομία και
παραφρασμένα υποστήριξε ότι τα βραχυχρόνια κόστη αυτής της πολιτικής
(χρεωκοπίες κρατών, επιχειρήσεων, νοικοκυριών, ανεργία,...) αν μπουν στην ίδια
ζυγαριά με τα μακροχρόνια οφέλη (υποτίμηση της εργασίας, αποδόμηση κοινωνικού
κράτους, νέοι τομείς για επικερδείς τοποθετήσεις κεφαλαίου), η ζυγαριά γέρνει
υπέρ του μακροχρόνιου οφέλους.
Φυσικά ως στρατηγική
πολέμου, φωτιάς, ενέχει όλα τα δυνατά ιστορικά αποτελέσματα - επομένως και τη
διάλυση της Ευρωζώνης στη μορφή που την ξέρουμε. Ωστόσο η διάλυση της Ευρωζώνης
δεν είναι στην ημερήσια διάταξη, το αντίθετο. Ένα τέτοιο συμβάν δεν είναι
αποτέλεσμα ενός αυστηρά οικονομικού μηχανισμού που λειτουργεί ως «φυσική
μηχανή» αλλά και αποτέλεσμα πολιτικών αποφάσεων (ακριβώς επειδή δεν υπάρχει
«σκέτη οικονομία» ανεξάρτητα από τους πολιτικούς και κοινωνικούς συσχετισμούς).
Ένα τέτοιο συμβάν προϋποθέτει άλλες κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες από
αυτές που έχουν διαμορφωθεί και ένα πολιτικό χρόνο αρκετό για να «ολοκληρωθούν»
φαινόμενα εθνικής αναδίπλωσης ως «διεξόδου στην κρίση».
Αυτό που βρίσκεται στην
ημερήσια διάταξη είναι ο τρόπος και η μορφή που θα πάρει η ομοσπονδοποίηση της
Ευρώπης ως αναγκαίο τμήμα των πολιτικών διαχείρισης των συνεπειών της κρίσης
του 2008. Πρόκειται για όρο που πιστοποιείται συνεχώς από την ετοιμότητά που
διαθέτει εν συνόλω η ευρωπαϊκή άρχουσα τάξη να αναλάβει, κατάλληλα
εμβαπτισμένες στην τρέχουσα στρατηγική στόχευση, όλες τις δράσεις ώστε να
προωθηθεί de facto ή de jure αυτή η διαδικασία.
Πρόκειται για μία
αντιδραστική ενοποίηση με στρατηγικό πυρήνα την περαιτέρω υποτίμηση της εργασίας
και την ανάπτυξη μηχανισμών που θα συμβάλουν στην παγίωση αυτού του ιστορικού
αποτελέσματος.
Η συζήτηση
περί διάλυσης της Ευρωζώνης λόγω των ασκούμενων υφεσιακών
πολιτικών, όπως έχω υποστηρίξει και παλιότερα στην "Αυγή", αποτελεί
μετάθεση της κύριας συζήτησης που διεξάγεται. Η κύρια διαμάχη όπως ενσαρκώνεται
στα πρόσωπα από τη μία της Μέρκελ και από την άλλη των Ολάντ - Μόντι αφορά την
οργάνωση της ομοσπονδοποίησης, τη σχέση των ρυθμών οργάνωσης πολιτικής,
δημοσιονομικής και τραπεζικής ενοποίησης. Πρόκειται για μία διαμάχη η οποία δεν
αγγίζει τον πυρήνα τής μέχρι τώρα ευρωπαϊκής στρατηγικής, την υποτίμηση της
εργασίας, ίσα-ίσα η κάθε πλευρά διεκδικεί ότι προτείνει την καταλληλότερη
μέθοδο υλοποίησής της.
Η πλευρά των Ολάντ -
Μόντι ζητά μεγαλύτερο δημοσιονομικό χώρο για στήριξη των ρυθμών μεγέθυνσης
υποσχόμενη ότι δεν θα ενσκήψει στον ηθικό κίνδυνο υποχώρησης στα συμφέροντα των
κατώτερων τάξεων αλλά θα ολοκληρώσει τη δημοσιονομική προσαρμογή, αν και σε
μεγαλύτερο βάθος χρόνου. Πλέον οι άρχουσες τάξεις στη Γαλλία, όπως και στην
Ισπανία και την Ιταλία νιώθουν τη ζέση των κοινωνικών και πολιτικών συγκρούσεων
που καλούνται να εμπλακούν - με επιπρόσθετο δεδομένο ότι η ύφεση τον επόμενο
χρόνο θα ενταθεί. Ωστόσο η στρατηγική δέσμευσή τους στη διεξαγωγή του κοινωνικού
πολέμου εις βάρος της εργασίας, έστω και με χαλαρότερους ρυθμούς, θέτει
ευδιάκριτα όρια και στις δυνατότητες διεκδίκησης μίας διαφορετικής κατεύθυνσης
ομοσπονδοποίησης όσο στην υιοθέτηση πολιτικών που θα δώσουν τώρα, πριν
ολοκληρωθεί ένας κύκλος συμπίεσης του κόσμου της εργασίας, προοπτικές ανάπτυξης
και μείωσης της ανεργίας στην ευρωπαϊκή οικονομία.
Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες
μπορούν να περιμένουν μία έξοδο από την κρίση μόνο υπό τον όρο διαμόρφωσης μίας
ευρωπαϊκής ατζέντας που θα διευρύνει την ισχύ και τα εισοδήματα του κόσμου της
εργασίας και ανόδου της Αριστεράς ως αντιπροσώπου στο πολιτικό πεδίο αυτής της
ατζέντας - μαζί με ό,τι συνεπάγεται ή προϋποτίθεται για μία τέτοια αλλαγή
στρατηγικής σύλληψης.
(Πηγή: Η Αυγή)