Γράφει ο Μαυροζαχαράκης Μανόλης
Πολιτικός Επιστήμονας - Κοινωνιολόγος
Σοσιαλδημοκρατικές αξίες. Υπό το βάρος των εξελίξεων αλλά
και των αρνητικών δημοσκοπήσεων, το ενίοτε κραταιό γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό
κόμμα SPD, φαίνεται να βάζει επιτέλους νερό στο κρασί του, επενδύοντας εκ νέου
το οικείο προγραμματικό και ιδεολογικό στίγμα με παραδοσιακά χαρακτηριστικά που
ιστορικά το διέκριναν από τον δεξιό πολιτικό λόγο.
Η εξέλιξη αυτή
σηματοδοτήθηκε πρόσφατα από τον πρόεδρο του SPD Sigmar Gabriel που άνοιξε στο
συνέδριο του κόμματος στο Augsburg. Ανακοινώνοντας πλέον επίσημα την έναρξη της
προεκλογικής εκστρατείας, ο Gabriel σημείωσε ότι τελικός στόχος είναι η νίκη
στις εκλογές και ο σχηματισμός μιας κυβέρνησης συνασπισμού μαζί με τους
Πράσινους. Τη ίδια στιγμή ο Gabriel τόνισε με έμφαση ότι και τα δύο κόμματα
διεκδικούν μια «δίκαιη και ισότιμη» κοινωνία στην Γερμανία.
Αυτό μεταφράζεται
κατά αυτόν με το ότι πρέπει επιτέλους να δοθεί τέλος στην νεοφιλελεύθερη
κυριαρχία. Η πολιτική του SPD βάσει του προέδρου του οφείλει να ξαναγίνει
«πολιτική από κάτω». Αυτός ο νέος προσανατολισμός φαίνεται να διαμορφώνει κατά
περίεργο τρόπο, τις προγραμματικές επιλογές αλλά και την πολιτική παρουσία του
υποψηφίου καγκελαρίου Peer Steinbrück, που κατά τα άλλα είναι γνωστό ότι
έλκεται από το εκσυγχρονιστικό εγχείρημα στην παράδοση των Gerhard Schröder και
Tony Blair.
Εντούτοις υπό την
ηγεσία του, το γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα ανακοίνωσε την επιστροφή προς
τους μη προνομιούχους και αδύναμους ανθρώπους. με σκοπό να κινητοποιηθεί το
πάλαι ποτέ παραδοσιακό πελατολόγιο που έχει σκορπίσει σε όλους τους πολικούς
ορίζοντες. Ενόψει των επερχόμενων εκλογών στην Γερμανία, οι σοσιαλδημοκράτες
φαίνεται να εισάκουσαν την προειδοποίηση του εξαιρετικού ιστορικού Tony Judt
λίγο πριν τον θάνατο του προς τους σοσιαλδημοκράτες, να μην παραδώσουν, είτε εξ
αμελείας, είτε εκ προθέσεως το μεγάλο πολιτισμικό επίτευγμα του κοινωνικού
κράτους στο έλεος των αγορών.
Ο Tony Judt στο
εξαιρετικό πόνημα του «Ill fares the Laνd», υπενθυμίζει επίμονα πώς τα σύγχρονα
κράτη πρόνοιας και οι κοινωνικές δημοκρατίες στην Ευρώπη προέκυψαν ως συνειδητή
και εσκεμμένη πολιτική απάντηση απέναντι σε καταστροφικές οικονομικές κρίσεις,
σε καταστροφικούς πολέμους και αναταραχές που χτύπησαν την Γηραιά Ήπειρο κατά
το πρώτο μισό του αιώνα. Τα καταστροφικά φαινόμενα αυτά κατά τον Βρετανό ιστορικό
εδράζονταν σε βαθιές ανασφάλειες και φόβους, που φαίνεται να εκδηλώνονται εκ
νέου σήμερα μέσα στο ζοφερό περιβάλλον της κρίσης.
Τα κράτος πρόνοιας
συνοδεύτηκε από αξιόλογα επιτεύγματα, ιδίως στην καταπολέμηση των ανισοτήτων.
Το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών συρρικνώθηκε δραματικά στις γενιές μετά το
1945. Με την πάροδο του χρόνου, ο φόβος για την επιστροφή ακραίων πολιτικών
όπως ο φασισμός ξεθώριασε. Οι δυτικές βιομηχανικές χώρες, εισήλθαν σε μια
ειρηνική εποχή της ευημερίας και της ασφάλειας. Το μεγάλο παράδοξο ωστόσο του
ευρωπαϊκού μοντέλου κοινωνικής πρόνοιας κατά τον Judt, συνίσταται στο γεγονός
ότι με την πάροδο του χρόνου υπονόμευσε από μόνο του την ελκυστικότητα του και
το έκανε αυτό μέσω της ίδιας της επιτυχίας του: «η γενιά που διαθέτει ακόμα
μνήμη από τρομερό παρελθόν της κακουχίας και των πολέμων ασφαλώς έδωσε μεγάλη
σημασία στην διατήρηση των θεσμών και των συστημάτων φορολογίας, και των
κοινωνικών υπηρεσιών γενικού συμφέροντος διότι θεωρούσε όλα αυτά ως προπύργια
κατά της επιστροφής του φρικαλέου παρελθόντος. Ήδη, όμως, η επόμενη γενιά
άρχισε να ξεχνάει γιατί οι αξίες του κράτους πρόνοιας είχαν κάποτε θεωρηθεί
τόσο επιθυμητές».
Εάν και ο νέος
υποψήφιος του SPD δεν κάνει ρητή αναφορά στην ανάλυση του Judt φαίνεται να έχει
υπόψη το πνεύμα της και κινείται σε αυτήν την κατεύθυνση, η οποία καταφανώς
αντιβαίνει σε όσα ευαγγελίστηκε το «εκσυγχρονιστικό» εγχείρημα.
Η νέα ατζέντα του SPD
Η νέα ατζέντα του
SPD χωρίς να παραμελεί την διείσδυση στο μικροαστικό και αστικό περιβάλλον με
ανάλογες προγραμματικές αναφορές, επιχειρεί μια επιστροφή στις αξίες της
σοσιαλδημοκρατίας.
Το κέντρο βάρος του
προγραμματικού στίγματος του SPD εστιάζεται σε
διορθωτικές κινήσεις όσον αφορά την αγορά εργασίας, την κοινωνική
πολιτική και την επέκταση των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Εκτός από μια
σημαντική επέκταση της συμμετοχής των εργαζομένων στα εποπτικά συμβούλια των
επιχειρήσεων, το SPD σχεδιάζει και διεκδικεί ένα νέο σύστημα καταπολέμησης της
μισθολογικής ανισότητας στις επιχειρήσεις και την απαγόρευση επαίσχυντων
εταιρικών απεργοσπαστικών πρακτικών όπως η χρησιμοποίηση προσωρινά απασχολούμενων σε περιόδους
εργατικών αγώνων. Παράλληλα με την εισαγωγή ενός γενικού ελάχιστου μισθού ύψους
τουλάχιστον EUR 8,50 ανά ώρα εργασίας, το SPD διεκδικεί την γενική δεσμευτική
ισχύ των ελάχιστων μισθών όπως προκύπτουν μέσα από τις συλλογικές συμβάσεις
εργασίας. Στον τομέα των συντάξεων και της υγειονομικής περίθαλψης το κόμμα
προβάλει μια πολιτική μεταρρυθμίσεων. Ειδικότερα το αίτημα είναι να
σταθεροποιηθούν οι συντάξεις στο σημερινό επίπεδο και να εξεταστεί το 2020 εάν
χρειάζονται αλλαγές ή αυξήσεις των συνεισφορών.
Επιπλέον το SPD
διεκδικεί την θέσπιση σύνταξης για όλους τους ασφαλισμένους, ακόμη και πριν από
την ηλικία συνταξιοδότησης, εφόσον ήταν ασφαλισμένοι τουλάχιστον 45 χρόνια.
Μεγάλο μεταρρυθμιστικό αίτημα είναι ακόμα η θέσπιση μιας σύνταξης αλληλεγγύης (
Solidarrente) ύψους 850 ευρώ για να καταπολεμηθεί η φτώχεια στις μεγάλες
ηλικιακές ομάδες και να αποφευχθεί η εξάρτηση από την πρόνοια μακροχρόνια ασφαλισμένων.
Με την σύνταξη αλληλεγγύης, την εξίσωση των συντάξεων και την εισαγωγή της
γενικής ασφάλισης πολιτών δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την αργότερη
κατάργηση της σύνταξης στα 67. Η γενική υγειονομική ασφάλιση προβλέπει την
συνεισφορά όλων των εισοδηματικών στην χρηματοδότηση της υγειονομικής ασφάλισης
. Θα επιβαρύνονται ωστόσο περισσότερο εισοδήματα άνω των 50.000 ευρώ.
Περισσότερο «εμείς» και λιγότερο «εγώ»
Στην ομιλία του
πάντως, ο υποψήφιος καγκελάριος Steinbrück τόνισε το απαιτούμενο μιας νέας
κοινωνική ισορροπίας , με βάση την υγιή οικονομική ανάπτυξη. «Η Γερμανία είναι
μια οικονομικά ισχυρή χώρα με σταθερά ανταγωνιστική υποδομή, ένα σταθερό κράτος
δικαίου και ένα συγκριτικά υψηλό επίπεδο προσωπικής ασφάλειας:. Η χώρα είναι σε
καλή κατάσταση», είπε ο Steinbrück. Παρά ταύτα όμως ο υποψήφιος καγκελάριος,
θεωρεί ότι «πάρα πολλοί πολίτες είναι σε πολύ δυσχερή θέση, αφού το χάσμα
μεταξύ πλουσίων και φτωχών ανοίγει επικίνδυνα, διότι πολύ συχνά ο μόχθος και η
προσπάθεια των πολιτών δεν πληρώνεται όπως πρέπει». Επίσης το επενδυτικό κλίμα
στην Δημοκρατία του Βερολίνου δεν είναι τόσο καλό όσο θα έπρεπε. Έργο του SPD,
κατά τον Steinbrück είναι να εξαλειφθεί
η αντίφαση μεταξύ σωρευμένης οικονομικής και της πολιτικής ισχύος από την
μία και των τεράστιων κοινωνικών
ελλειμμάτων από την άλλη.
Το κανονιστικό
μήνυμα περιγράφεται με το σύνθημα περισσότερο " εμείς "και
λιγότερο" εγώ ".
Αυτό το απλό μήνυμα
εκπροσωπεί το SPD μετά από 150 χρόνια της ιστορίας του. Η πολύπλοκή ιστορία του
σοσιαλδημοκρατικού εργατικού κινήματος συνοψίζεται από την νέα ηγεσία του SPD
σε μια απλή φόρμουλα: « Οι σοσιαλδημοκράτες, ήτανε πάντοτε αυτοί που επινόησαν
και συνένωσαν την κοινωνική δικαιοσύνη μαζί με μια ακμάζουσα οικονομία, γιατί
ποτέ δεν αναπαύτηκαν στις δάφνες τους , αλλά αγωνίστηκαν ώστε να δοθεί σε κάθε
άτομο η ευκαιρία ανεξάρτητα από την προέλευσή του, να διάγει μια αυτοδύναμη
ζωή, να ακολουθήσει και να εφαρμόσει το
δικό του σχέδιο ζωής». Όπως σημείωσε ο
Steinbrück «εδώ και πολλά χρόνια εξελίσσεται αποδεδειγμένα μια αναδιανομή εισοδήματος από κάτω προς τα
πάνω. Έχουμε να κάνουμε λοιπόν τα τελευταία 20 χρόνια με έναν υπερδιπλασιασμό
των συνολικών ιδιωτικών καθαρών περιουσιακών στοιχείων και εσόδων στα περίπου
10 τρισεκατομμύρια ευρώ. Και αυτό είναι κάτι που δεν ο επινόησε κάποιο τμήμα
δημαγωγίας και προπαγάνδας του SPD, αλλά αποτελεί αντικείμενο πολλών μελετών
και στατιστικών. Πολλοί εργαζόμενοι στην πραγματικότητα δεν διαθέτουν πλέον
εισοδηματικά αποθέματα στην τσέπη τους και έχουν σήμερα πολύ λιγότερα στο
λογαριασμό από ότι πριν από δέκα χρόνια. Την ίδια στιγμή τα δύο ανώτερα δέκατα
της εισοδηματικής κλίμακας επωφελήθηκαν ραγδαία από την πίτα που διανεμήθηκε».
Ο καπιταλισμός του Ρήνου
Στην ιστορική
ταξινόμηση, το οικονομικό μοντέλου που προασπίζεται ο Steinbrück, παραπέμπει
στην «κοινωνική οικονομία της αγοράς» (soziale Marktwirtschaft). Σε αυτό το
πλαίσιο πολιτικού προσανατολισμού ο Steinbrück εντοπίζει «την ολοκλήρωση μιας
υποβολιμαίας μετατόπισης η οποία εδράζεται καθόλου συμπτωματικά στην κατάρρευση
του σοσιαλισμού σοβιετικού τύπου το 1989/1990. Με την ακύρωση της ιδεολογικής
σύγκρουσης των συστημάτων που υπήρχε τότε μεταξύ Ανατολής και Δύσης - μερικοί
διέβλεψαν το τέλος της ιστορίας. Στην αντίληψη πολλών ο καπιταλισμός τελικά νίκησε
και θριάμβευσε πάνω στον σοσιαλισμό σοβιετικού τύπου.
Αυτό είχε συνέπειες
στη σκέψη και δράση πολλών εμπλεκόμενων παραγόντων, επειδή οι οπαδοί μιας πολύ
ριζοσπαστικής αντίληψη της αγοράς,-μια σχεδόν εμμονή στην ιδεοληψία της αγοράς-
πήραν το πάνω χέρι. Για να το πούμε πιο περίπλοκα αυτοί κέρδισαν την κυριαρχία
ορισμού του κανονιστικού και κοινωνικοπολιτικού διαλόγου που έμελε να
ακολουθήσει».
Με άλλα λόγια, ο
Steinbrück υπαινίσσεται ότι οι νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις κατέστρεψαν τον
καπιταλισμό του Ρήνου. Σε αυτό παραπέμπουν άλλωστε νεολογισμοί όπως
«απορρύθμιση, αξία των μετοχών, τριμηνιαίες λογιστικές καταστάσεις,
μεγιστοποίηση απόδοσης των μπόνους». Η λέξη μπόνους ήταν άγνωστη την εποχή του
ρηνανικού καπιταλισμού.
«Στο πλαίσια αυτής
της αντίληψης υπάρχει μόνο μία λογική, δηλαδή, η ιδιοτέλεια και υπάρχει μόνο
ένας κοινωνικός χαρακτήρας, η ορθολογικός εγωιστής» τονίζει ο Steinbrück
διαπιστώνοντας παράλληλα ότι όλοι γνωρίζουμε που έχουν οδηγήσει όλα αυτά Έχουν
οδηγήσει στη μεγαλύτερη χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση από 1929/1930.
Ακριβώς αυτή η σκέψη, η ιδέα ενός ορθολογικού εγωιστή, η μεγιστοποίηση της
ιδιοτέλειας οδήγησαν στην κρίση.
«Σημαντικές αρχές
της καθιερωμένης κοινωνικής οικονομίας της αγοράς πετάχτηκαν με τον έναν ή τον
άλλον τρόπο στην θάλασσα :με αποτέλεσμα η υπευθυνότητα και το ρίσκο να μην
συμβαδίζουν πλέον, τα κέρδη αποκλειστικά να ιδιωτικοποιούνται, οι ζημίες να
κοινωνικοποιούνται, και οι φορολογούμενοι να αποτελούν σε περίπτωση ανάγκης τον
έσχατο εγγυητή για τις κακές αποφάσεις και την άγνοια κινδύνου των τραπεζών».
Αυτοκριτική και κριτική
Την ίδια στιγμή ο
υποψήφιος του SPD προσθέτει με αυτοκριτική διάθεση ότι ούτε οι σοσιαλδημοκράτες
δεν αντιτάχθηκαν όσο σθεναρά έπρεπε σε αυτές τις εξελίξεις. Είναι προφανές ότι
η ιστορία δεν μπορεί να ερμηνευτεί τόσο απλοϊκά όπως επιχειρεί να την
παρουσιάσει ο Steinbrück. Πράγματι η σοσιαλδημοκρατία δεν αντιτάχτηκε αρκετά
στην επέλαση της νεοφιλελεύθερης αντίληψης. Πολύ περισσότερο όμως η ίδια η
σοσιαλδημοκρατία αποτέλεσε εν μέρει -και εξακολουθεί σε πολλές χώρες ακόμα να
αποτελεί - όχημα εξάπλωσης του νεοφιλελευθερισμού. Στην Ευρώπη, οι Νέοι
Εργατικοί του Blair και οι σοσιαλδημοκράτες του νέου κέντρου του Schröder
συνέχισαν κατ ουσία την πολιτική της κύριας πολιτικής εκπροσώπου του
νεοφιλελευθερισμού, Μάργκαρετ Θάτσερ, η οποία απεβίωσε πρόσφατα.
Το Νέο Εργατικό
Κόμμα αποτέλεσε εκείνη την περίοδο μια αισθητική μεταμφίεση και ευφυή
αναδιατύπωση του νεοφιλελευθερισμού. Όπως σημειώνει ο Δημήτρης Κοτρόγιαννος σε ένα εξαιρετικό πρόσφατο άρθρο
του «ο θατσερισμός όμως δεν άνοιξε μόνο την πόρτα στον άκρατο οικονομικό
ατομικισμό, προσδιόρισε καθοριστικά και άλλαξε την προβληματική της
σοσιαλδημοκρατίας. Η βρετανική και ευρωπαϊκή αριστερά θα τρέξει πίσω από την
σκιά της. Αδυνατώντας πλέον να διερευνήσει εναλλακτικούς τρόπους παραγωγής και
αναδιανομής πλούτου καταπιάστηκε να προβεί σε επιδιορθωτικές ρυθμίσεις, εν είδη
μαστορέματος του προϋπάρχοντος κτηρίου, για να εξανθρωπίσει τις προϋπάρχουσες
και έντονες κοινωνικές ανισότητες».
Κατά συνέπεια η
εκσυγχρονιστική σοσιαλδημοκρατία συνέχισε ευλαβικά την «θατσερική λογική των τεχνικών της
ορθολογικής υποταγής» που εγκαινίασε η Θάτσερ που συνίσταντο στην «απόλυτη
ελαστικοποίηση (της εργασίας) και την γενικευμένη ανταγωνιστικότητα: ατομικές
συμβάσεις εργασίας, συμβάσεις μερικής ή εποχικής απασχόλησης, ανάπτυξη και
εκπαίδευση των πολλαπλών ικανοτήτων των απασχολούμενων, ατομική αύξηση μισθού
και πρόσθετη παραχώρηση πριμ σε σχέση με την αξία της εξατομικευμένης εργασίας,
άμεση υποστήριξη της ατομικής καριέρας και της προσωπικής στρατηγικής».
Όλο αυτό το
διάστημα στο οποίο υπαγόρευαν οι αγορές, και όχι οι κυβερνήσεις, το ρυθμό των
μεταρρυθμίσεων, κρίνεται σήμερα ως ένοχο. Οι προοδευτικές δυνάμεις και η
Αριστερά που υπέκυψαν και συνέπραξαν
ταπεινά σε μεγάλο βαθμό, με την νεοφιλελεύθερη συναίνεση σήμερα απολογούνται
για την αμαρτία τους ενώ διαψεύδεται κάθε ελπίδα ότι οι ψηφοφόροι θα είχαν
διάθεση συγχώρεσης. Αυτό είχε ως συνέπεια
η Δεξιά να παραμένει, σε μεγάλο βαθμό, η κυρίαρχη πολιτική δύναμη στην
Ευρώπη, παρότι οι ιδέες της είναι σαφώς ξεπερασμένες.
Η «νέα δεξιά»
εισήγαγε με ανατρεπτικό πρόσημα κατά των κοινωνικών κατακτήσεων την έννοια της
μεταρρύθμισης και η μεταλλαγμένη σοσιαλδημοκρατία του τρίτου δρόμου εδραίωσε
αυτές τις μεταρρυθμίσεις κάτι που κορυφώθηκε στις ημέρες μας, ειδικότερα στο
ελληνικό, το πορτογαλικό και το ισπανικό πρόγραμμα δημοσιονομικής εξυγίανσης.
Σε αυτή την
μεταρρύθμιση του καπιταλισμού του Ρήνου αποσκοπούσε άλλωστε το περίφημο
Μανιφέστο Blair-Schröder του 1999, το οποίο αναπτύχθηκε από τις τότε ηγεσίες
των κομμάτων και πέρασε από όλα τα κλιμάκια στα πλαίσια μιας διαδικασίας από
πάνω προς τα κάτω (top-down). Είχε προηγηθεί η συντριβή της λεγόμενης Νέας
Οικονομίας ( New Economy) το 2001. Ο ίδιος ο Gerhard Schröder αναγνώρισε τότε
ότι από την κορύφωση της φούσκας μέχρι το τέλος της το 2002 μειώθηκαν μετοχικές
αξίες ύψους 1.7 τρις ευρώ σε 647
δισεκατομμύρια ευρώ.
Η τότε κόκκινο-πράσινη κυβέρνηση του Schröder
αναγνώρισε βέβαια ότι δεν ευθύνονται οι μισθωτοί και τα συνδικάτα τους την
έκρηξη της μεγάλης χρηματιστηριακής φούσκας., απαίτησε ωστόσο την επιβολή
σκληρών μέτρων περικοπής και λιτότητας για να ανταπεξέλθει στην μαζική
υποτίμηση των τίτλων ιδιοκτησίας ιδίως όσον αφορά τις δυσμενής εξελίξεις στο
σύστημα της κοινωνικής ασφάλισης.
Η τότε κυβέρνηση
Schröder με αυτή την πολιτική τοποθετούσε το εαυτό της στην καλή
σοσιαλδημοκρατική παράδοση. Από την εποχή της λιτότητας που άσκησε ο
σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος Helmut Schmidt το 1982 κατά της εικαζόμενης
κατάχρησης των κοινωνικών μεταβιβάσεων, η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία δεν
διστάζει να επανέρχεται στην ίδια
λαθεμένη πολιτική λιτότητας. Η σοσιαλδημοκρατία όχι μόνο δεν αντιτάχθηκε στον
νεοφιλελευθερισμό αλλά πούλησε εν πλήρη πεποίθηση το ψευδές μήνυμα ότι το
κράτος πρόνοιας στη Γερμανία και αλλού είναι υπερτροφικό και χρειάζεται
υπερβολικά έξοδα λόγω των υπερβολικών απαιτήσεων των διαφόρων πελατών. Το
συμπέρασμα ήταν μονίμως ότι χωρίς μαζική εξοικονόμηση το κοινωνικό κράτος θα
πτωχεύσει. Το μεγαλύτερο μέρος σοσιαλδημοκρατίας σε αυτή τη δεκαετία
εκπροσώπησε μια ρητορική η οποία απαιτούσε από τα μεσαία και τα κατώτερα
στρώματα της κοινωνίας να μειώσουν τις απαιτήσεις τους και να συμβιβαστούν με
μειωμένες προσδοκίες. Κατ αυτόν τον τρόπο προσδοκούσε η κυβερνώσα σοσιαλδημοκρατία
να προσαρμόσει το κοινωνικό κόστος σε μια οικονομία με μειωμένη επιτάχυνση της
συσσώρευσης. Κυρίως μέσα από τις περικοπές των μισθών και αυξημένων κινήτρων
κέρδους επιχειρήθηκε η επιδιόρθωση κατάκτηση της παγκόσμιας ανταγωνιστικής
θέσης των εθνικών κεφαλαίων. Ως εκ τούτου ακολούθησε η μια φορολογική
μεταρρύθμιση μετά την άλλη και οι επιχειρήσεις ελαφρύνθηκαν σημαντικά στη
χρηματοδότηση του κράτους πρόνοιας. Για τον λόγο αυτό μειώθηκε το ποσοστό της
δραστηριότητας του κράτους, προωθήθηκαν ιδιωτικοποιήσεις, δραστικές περικοπές
στις κοινωνικές υπηρεσίες και στις δημόσιες επενδύσεων και απαιτήθηκε μια
ανταγωνιστική μισθολογική πολιτική συνώνυμης με την εισοδηματική κατολίσθηση
των εργαζομένων.
Η διογκούμενη
κοινωνική ασυμμετρία δεν αμφισβητήθηκε ποτέ από τους εκπροσώπους της
εκσυγχρονισμένης σοσιαλδημοκρατίας. Αντιθέτως με βάση τις δικές της
προσλαμβάνουσες, απαιτήθηκε πρώτα η
αναζωογόνηση της «οικονομίας» ως προϋπόθεση για να αποκατασταθεί το κοινωνικό
κεκτημένο σε σταθερές βάσεις. Εξ ου η εκσυγχρονισμένη σοσιαλδημοκρατία
τοποθετήθηκε πέρα από την αριστερά και την δεξιά. ( νέο κέντρο) και θεώρησε ότι
μέσα από την ενίσχυση του κεφαλαίου θα επιτευχθεί η ενίσχυση της μισθωτής
εργασίας με μια εκσυγχρονισμένη έννοια. Με βάση την νέα λογική δεν ενισχύονται
πλέον οι κοινωνικά μειονεκτούσες ομάδες, και η μισθωτή εργασία που έχουν ανάγκη
από το κράτος πρόνοιας αλλά η «ενδυναμωμένη» μισθωτή εργασία εκείνων των
ιδιοκτητών εργατικής δύναμης που έχουν την δυνατότητα να ασκούνται αυτοδύναμα
και προληπτικά στην κοινωνική πρόνοια.
Το ερώτημα ωστόσο
γιατί αυτή η υποτιθέμενη κατάσταση win-win δεν δούλεψε, έχει παραμείνει
αναπάντητο μέχρι σήμερα από τους εκπροσώπους της νέας σοσιαλδημοκρατίας. Όπως
τονίζει άλλωστε ο έγκριτος οικονομολόγος Heiner Flassbeck η «χαλάρωση της προστασίας
κατά των απολύσεων , η μείωση των κοινωνικών δαπανών, η μείωση της
γραφειοκρατίας, ο εξορθολογισμός της υγειονομικής περίθαλψης είναι πολιτικές
είναι συνηθισμένες πολιτικές που δεν οδηγούν πουθενά». Αντλώντας σοβαρά
διδάγματα από τις προκείμενες εξελίξεις επιχειρεί το γερμανικό SPD. σήμερα να
μπει στην πρώτη γραμμή της μάχης για την ανασυγκρότηση του καπιταλισμού του
Ρήνου.
Εν προκειμένω η μεταστροφή αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι η
πολιτική της ενοχοποίησης για την οικονομική και κοινωνική κρίση των
φαινομενικά ανεξέλεγκτων κοινωνικών παροχών του κράτους, έχει αραιώσει τις
τάξεις των σοσιαλδημοκρατών επικίνδυνα.
Σήμερα οι
Σοσιαλδημοκράτες επιχειρούν να αναδομηθούν και επιχειρούν μέσα από έναν
εκτενέστατο κατάλογο αιτημάτων, να ρυθμίσουν εκ νέου τις αγορές εργασίας και
τις χρηματοπιστωτικές αγορές καθώς επίσης να βάλουν όρια στους μεγάλους
εισοδηματίες και ιδιοκτήτες ,με αξιώσεις όπως η οικονομικά προσιτή στέγαση. Εάν
μπορούσαν να εφαρμοστούν οι πολιτικές που ανακοίνωσε ο Steinbrück στο συνέδριο του
κόμματος του, η Γερμανία θα αποκτούσε ασφαλώς μια διαφορετική εικόνα από αυτήν
που έχει σήμερα. Μια εικόνα που θα προσιδίαζε με μια «αγορά συμβατή στην
δημοκρατία» (demokratiekonformer Markt) την οποία αντιπαραβάλλουν οι γερμανοί
σοσιαλδημοκράτες στη φιλοσοφία μιας «δημοκρατίας συμβατής προς την αγορά»
(marktkonforme Demokratie) που προβάλλουν τα αστικά συντηρητικά κόμματα. Αυτό
που ο Steinbrück στην ουσία ανακοίνωσε για την ανανεωμένη σοσιαλδημοκρατία,
είναι η επίλυση ενός ιστορικού
αινίγματος σημειώνοντας ότι ο κανόνας της κυριαρχίας της δημοκρατίας πάνω από
τις αγορές είναι κάτι που πρέπει ακόμα να κατακτηθεί.
Αινιγματικό
παραμένει ωστόσο στο προγραμματικό πλαίσιο των γερμανών σοσιαλδημοκρατών, με
ποιο τρόπο θα σταθμιστούν και θα υλοποιηθούν η «άνθηση της οικονομίας» και της
κοινωνικής δικαιοσύνης», έτσι ώστε να επικρατήσει ο «κανόνας της δημοκρατίας
απέναντι στις αγορές» υπό συνθήκες του ισχύοντος φρένου χρέους, τις δύσκολες
οικονομικές συνθήκες (της ευρωπαϊκής οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κρίσης)
και την μαζική αντίσταση των ιδιοκτητριών τάξεων. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την ευρωπαϊκή
πολιτική, στην οποία η SPD υποστήριξε σχεδόν άνευ όρων την λιτότητα πάνω στον
Νότο και την αυστηρή έμφαση στην ανταγωνιστικότητα των που εφαρμόζει η
κυβέρνηση Merkel. Σκληρή λιτότητα για τους γείτονες και κοινωνική «κοινωνική
αλληλεγγύη» εσωτερικά δεν είναι συμβατές πολιτικές μεταξύ τους. Πάνω από όλα
ωστόσο πρέπει να κερδηθούν πρώτα οι εκλογές και εδώ οι δημοσκοπήσεις δεν είναι
καθόλου καλές. Το κόμμα της Μέρκελ μόνο του έχει σήμερα ένα προβάδισμα σχεδόν
15% και οι Πράσινοι παραμένουν στο
14%-16%. Η Αριστερά κυμαίνεται στο 6%-8 % ενώ το FDP είναι αμετάβλητο στο 4%
και ως εκ τούτου χάνει μέχρι τώρα το δρόμο προς την Βουλή. Προς το παρόν
επομένως, μόνο ένας μεγάλος συνασπισμός σοσιαλδημοκρατών και συντηρητικών ή
ένας συνασπισμός συντηρητικών και πράσινων είναι ορατός εκτός και ένα το νέο
κόμμα του μάρκου κάνει την ζημιά στους συντηρητικούς. Μια συμμαχία
σοσιαλδημοκρατών, πρασίνων και αριστεράς έχει αποκλειστεί από το SPD.
Δυσκολίες προσαρμογής
Είναι προφανές ότι
ένα κόμμα σαν το SPD που γεννήθηκε από τη βιομηχανική κοινωνία, τα ορυχεία, τα
ναυπηγεία - με την αυτοσυνείδηση του παραγωγικού εργατικού δυναμικού,
δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στις μεταβαλλόμενες συνθήκες της άυλης παραγωγής.
Σήμερα δεν υπάρχουν πλέον οι σκληρά εργαζόμενοι προλετάριοι του παραδοσιακού
τύπου. Οι συνθήκες υπό τις οποίες δημιουργήθηκα τα λεγόμενα «λαϊκά» κόμματα
γενικότερα έχουν εκλείψει. Οι μεγάλες εργατικές οργανώσεις στον προθάλαμο των
κομμάτων και οι ομοιογενείς κοσμοθεωρίες δεν υπάρχουν πια. Είναι λογικό
επομένως να αμφισβητείται εν γένει ο παραδοσιακός τύπος του μαζικού κόμματος.
Υπό το βάρος των προκείμενων συνθηκών, η επίκαιρη μεταστροφή των γερμανών
σοσιαλδημοκρατών από το «εγώ» στο «εμείς» δεν αντιμετωπίζεται ως ιδιαίτερα
αξιόπιστη. Ένα κόμμα το οποίο για μια ολόκληρη κυβερνητική δεκαετία (κυβέρνηση
Schröder, κυβερνητικός συνασπισμός σοσιαλδημοκρατών και συντηρητικών)
στηρίχτηκε στο «εγώ» και τώρα έρχεται να αναδείξει το «εμείς» σε κεντρικό
μοτίβο της πολιτικής του, θα έπρεπε να είναι λιγάκι πιο αυτοκριτικό όσον αφορά
την αρνητική συνεισφορά του στην καταστροφή του καπιταλισμού του Ρήνου. Αξίζει
να σημειωθεί άλλωστε ότι το SPD, ακόμα και πριν δοθεί το χρίσμα στον Steinbrück
δυσκολευόταν πολύ να βρει τον κατάλληλο τόνο για να πλησιάσει τις γειτονιές των
εργατών και των ανέργων. Αυτήν την κατάσταση επιχειρεί να τερματίσει η σημερινή
ηγεσία επειδή ακριβώς το SPD για 100 ολόκληρα χρόνια ήταν το κόμμα των
αδύναμων. Η στροφή αυτή είναι αναγκαία και ικανή συνθήκη για να επανέλθει η
σοσιαλδημοκρατία στο προσκήνιο σε μια Ήπειρο που πέρασε μέσα από απέραντες
οδύνες και όμως κατάφερε να αναστηθεί γρήγορά μέσα από τις στάχτες και να
κατακτήσει την κοινωνική ειρήνη και ασφάλεια μετά το 1945
Επίμετρο
Όπως επισημαίνει ο
Tonz Judt ακριβώς, στη ζώνη που γεννήθηκε ο πυρήνας του κράτους πρόνοιας και
της κοινωνικής δημοκρατίας, αυξήθηκε πολύ επικίνδυνα η αμφισβήτηση εναντίον
του. Στον βαθμό αυτό ελλοχεύουν σοβαροί κίνδυνοι για την ευημερία της κοινωνιών
μας.
Το μεγάλο ερώτημα
που ανακύπτει λοιπόν είναι τι συμπεράσματα πρέπει να αντλήσει η
σοσιαλδημοκρατία από τις σημερινές εξελίξεις. Ως προς την απάντηση του
ερωτήματος αυτού θα συμφωνήσουμε απόλυτα με τον Tony Judt ότι η
σοσιαλδημοκρατία σε αντίθεση με την ιστορική της ταυτότητα ως κόμμα της
προόδου, πρέπει να πάψει να βλέπει τον εαυτό της ως πηγή της ανανέωσης και του
εκσυγχρονισμού. «Αν η σοσιαλδημοκρατία έχει ένα μέλλον»,τονίζει o Judt τότε «ως
σοσιαλδημοκρατία του φόβου». Ενός φόβου μπροστά στην ακύρωση των μεγάλων επιτευγμάτων
και της προόδου που επιτεύχθηκε το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Η
κεντροαριστερά έχει το χρέος να διατηρήσει αυτές τις κατακτήσεις του
παρελθόντος και πρέπει επομένως να μιλήσει καθαρά για αυτές. Η ανάπτυξη ενός
κράτους των κοινωνικών υπηρεσιών, η ανάπτυξη ενός ισχυρού δημόσιου τομέα που
διήρκησε σχεδόν έναν αιώνα , οι υπηρεσίες και τα αγαθά του οποίου καθόρισαν τη
συλλογική μας ταυτότητα και τους κοινούς στόχους μας, η καθιέρωση της γενικής
ευημερίας ως δικαίωμα, και η εγγύηση της ως κοινωνικό καθήκον - δεν είναι μικρά
επιτεύγματα.». Αξίζει λοιπόν να αγωνιστούμε για αυτές τις φαινομενικά
συνηθισμένες και απλές αλλά ταυτόχρονα πολύτιμες κατακτήσεις.
Όσοι διατείνονται
ότι επιχειρούν την υλοποίηση μεγαλεπίβολων σχεδίων και μεγάλων αφηγήσεων την
εποχή της κρίσης ή υποκρίνονται ή σκόπιμα ή αυταπατώνται. Όπως όμως εύστοχα
παρατηρεί ο κ. Κ. Λάβδας «σε τελική ανάλυση ….. αν ο μόνος τρόπος με τον οποίο
μπορείς να ασκήσεις «σοβαρή» πολιτική είναι να ξεγελάσεις τον πολίτη–εκλογέα,
τότε δυο τινά συμβαίνουν: είτε εσύ είσαι πολύ λίγος είτε ο πολίτης–εκλογέας
είναι πολύ ανώριμος . Χωρίς να αποκλείεται να συμβαίνουν και τα δυο. Σε κάθε,
όμως, περίπτωση, εάν έτσι έχουν τα πράγματα, αρκεί να αγωνιστούμε όλοι για μια
περισσότερο συνεκτική, ανοικτή στη διαμόρφωσή της και δυνητικά συμμετρική
ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική. Τουλάχιστον είναι κάτι για το οποίο αξίζει να
αγωνιστείς».