Την
επόμενη ημέρα (21 Απριλίου) στην Λάρισα, ο Τσολάκογλου, «υπό το κράτος βίας»,
υπέγραψε ως διοικητής της Ελληνικής Στρατιάς Ηπείρου και Μακεδονίας την άνευ
όρων παράδοση του Ελληνικού Στρατού στους Γερμανούς, ενώ το πρωτόκολλο της
παράδοσης συνυπέγραψε ο αρχηγός των γερμανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα,
στρατηγός φον Γκράιφφενμπεργκ.
Τέλος ο αντιστράτηγος
Γεώργιος Τσολάκογλου, στις 23 Απριλίου 1941 (Θεσσαλονίκη), υπέγραψε μαζί με τον
Γερμανό στρατηγό Γιοντλ και τον Ιταλό στρατηγό Φερρέρο το τρίτο και οριστικό
πρωτόκολλο παράδοσης της Ελλάδας στη ναζιστική Γερμανία και τη φασιστική
Ιταλία.
Τέλος αξίζει να σημειωθεί η εξής φράση, από τα απομνημονεύματα του: «Ευρέθην
αντιμέτωπος ιστορικού διλήμματος: Ή ν' αφήσω να συνεχισθή ο αγών και να γίνη
ολοκαύτωμα, ή υπείκων εις τας παρακλήσεις όλων των ηγητόρων του στρατού ν' αναλάβω
την πρωτοβουλίαν της συνθηκολογήσεως».
Κατά
την πρωθυπουργία του, προσπάθησε να διατηρήσει τη δραχμή ως κατοχικό νόμισμα,
πλην όμως η δέσμευσή του από τις Αρχές κατοχής είχε σαν συνέπεια τη συνεχή
υποτίμηση, που οδήγησε σε ραγδαίες αυξήσεις τιμών και πείνα, ενώ η χρυσή λίρα
τότε αποθησαυριζόταν. Για την κατάσταση εκείνη οι Γερμανοί επέρριψαν ακέραιη
την ευθύνη στους Ιταλούς που δεν έπραξαν τίποτε, κατά αρμοδιότητα που
διατηρούσαν, για να προλάβουν αυτή την οικονομική εξέλιξη, αν και εισήγαγαν στη
συνέχεια τη λεγόμενη "μεσογειακή δραχμή". Τελικά ο Τσολάκογλου αναγκάστηκε
να παραιτηθεί από το αξίωμά του, μετά από πολλές πιέσεις που του άσκησαν
εγγράφως οι άλλοι πολιτικοί αρχηγοί, μεταξύ των οποίων οι Καφαντάρης, Σοφούλης,
Γονατάς, Μάξιμος, Πάγκαλος, ακόμη και ο Ράλλης, αλλά και μετά από δύο
ανεπιτυχείς γύρους διαπραγματεύσεων με τους Γερμανούς (Βερολίνο - Σεπτέμβριος
1942) και Ιταλούς (Ρώμη - Οκτώβριος 1942), που αφορούσαν τα ελληνικά
δημοσιονομικά, στη συνέχεια ιδιώτευσε.
Μετά
την απελευθέρωση, ο Τσολάκογλου συνελήφθη και παραπέμφθηκε στο δια της
Συντακτικής Πράξεως συσταθέν Ειδικό Δικαστήριο, κατηγορούμενος για παράνομη
συνθηκολόγηση που είχε προβεί με τον εχθρό, χαρακτηριζόμενη ως «συνθηκολόγησιν εν ανοικτώ πεδίω» και
«πριν η υπ' αυτόν στρατιωτική δύναμις
εκπληρώση πάν ό,τι το στρατιωτικόν καθήκον επιβάλλει» , καθώς και για
εθνική αναξιότητα για την συνεργασία του, στη συνέχεια, με τις κατοχικές
Δυνάμεις, αναλαμβάνοντας Πρωθυπουργός της χώρας. Στις 31 Μαΐου του 1945, το
Ειδικό αυτό Δικαστήριο τον καταδίκασε σε θάνατο, αλλά το Συμβούλιο Χαρίτων
μετέτρεψε την ποινή σε ισόβια κάθειρξη.
Έχοντας
προσβληθεί από λευχαιμία, νοσηλεύθηκε επί έναν χρόνο στο Νοσηλευτικό Ίδρυμα του
Μετοχικού Ταμείου Στρατού (ΝΙΜΤΣ), όπου και πέθανε τον Μάιο του 1948. Η κηδεία
του έγινε σε στενό οικογενειακό κύκλο.
Τα
"Απομνημονεύματα" Γ. Τσολάκογλου δημοσιεύτηκαν 11 χρόνια μετά τον
θάνατό του υπό την επιμέλεια της συζύγου του Αικατερίνης.