Με την εξέλιξη της
ναυπηγικής τεχνολογίας, αναπτύχθηκε σημαντικά και το εμπόριο σε διεθνές
επίπεδο. Συνέπεια της εξέλιξης ήταν κατά το 16ο και 18ο
αιώνα ο πολλαπλασιασμός της εμπορικής τάξης, με αποτέλεσμα το εμπόριο να
θεωρηθεί ως μία από τις πηγές της εθνικής οικονομικής ευημερίας. Το
συγκεκριμένο γεγονός οδήγησε στον όρο Μερκαντιλισμό, ή εμποροκρατισμό.
Ο εμποροκρατισμός είναι
μια οικονομική θεωρία σύμφωνα με την οποία η οικονομική ευημερία ενός έθνους
εξαρτάται από την προσφορά κεφαλαίων. Επιπλέον πηγή οικονομικής ευημερίας είναι
και η ηγεμονία του εθνικού κράτους, με την οποία τα κυρίαρχα κράτη αποκτούν
ρόλο προστάτη κυρίως μέσω της επιβολής δασμών.
Ενδεικτικό είναι το
παράδειγμα της Γαλλίας, όταν και ο τότε υπουργός Οικονομικών Jean Baptiste Colbert (ήταν υπουργός
στην ίδια θέση επί 22 έτη, 17ος αιώνας), μείωσε τις εισαγωγές,
αύξησε τις εξαγωγές, ενώ παράλληλα οι βιομηχανίες ήταν οργανωμένες σε σωματεία
και μονοπώλια. Η παραγωγή των αγαθών ήταν ρυθμισμένη από τους κανονισμούς και
νόμους του κράτους. Ταυτόχρονα, μείωσε τους εσωτερικούς δασμούς, με αποτέλεσμα
να συμπληρωθεί ένα κερδοφόρο για τότε μίγμα οικονομικής πολιτικής.
Τον επόμενο αιώνα όμως,
τα οικονομικά δεδομένα άλλαξαν, καθώς Αμερικάνοι οικονομολόγοι πρόσθεσαν τις
δικές τους πρακτικές. Αντίθετα με τις Ευρωπαϊκές τάσεις, το νέο σύστημα της Αμερικάνικης σχολής, απαιτούσε υποστήριξη της
βιομηχανίας (προστασία μέσω υψηλών δασμών και
επιδοτήσεων), δημόσιες επενδύσεις σε έργα υποδομής, ανάπτυξη χρηματοοικονομικής
υποδομής (δημιουργία κεντρικής τράπεζας που θα εκδίδει
νομίσματα), και άνοδος της εκπαίδευσης και των επιστημών.