… μα δε θα σωθεί τούτη
η Χώρα, δε θ’ ανασάνει μια φορά. Γιατί δε θέλει ο λαός της. Μόνο μιλά, μόνο
κρίνει, μόνο δίπλα του βλέπει το φταίξιμο, εκεί που φτύνει όταν δε
γλύφει.
Δε θα σωθεί τούτη η Χώρα γιατί θε’ να σωθώ εγώ σε βάρος του διπλανού,
χωρίς τιμολόγιο ούτε απόδειξη, με έκπτωση και δώρο κινητό. Να ‘χω να συνεχίσω
να λέω…
Δε θα σωθεί τούτη η Χώρα, γιατί ποτέ της δεν υπήρξε Χώρα, μήτε Κράτος.
Είν’ η δομή της τέτοια, είν’ η κουλτούρα κι ο πολιτισμός της. Πόλεις, χωριά, ο
παπάς, ο δήμαρχος κι ο δάσκαλος. Εγώ κι ο παράγοντας, ο λαδέμπορας, ο κολλητός.
Τα πελατάκια κάθε είδους και τιμοκαταλόγου και νομίσματος.
Με μια γλώσσα κοινή, μια θρησκεία και τον Παρθενώνα, όχι γι’ αλλο λόγο,
μα γιατί οι Φράγκοι έτρωγαν βελανίδια ενώ εμείς πίναμε μέλανα ζωμό τις
νηστείες, και τις αρτύσιμες σαβουρώναμε γουρουνοπούλες, οφτό κλέφτικο,
κουτσομούρες, γαρδούμπες, παστίτσιο και κοντοσούβλια.
Μόνο Πατρίδα ήταν η Ελλάδα, από πάντα. Γιατί δε θέλει όρους, δε θέλει
συγκεκριμένες και μετρήσιμες υποχρεώσεις, δε θέλει κανόνες, δε θέλει
απολογισμό. Γιατί έχει εγωισμό. Μόνο εγωισμό. Και ζει στον κόσμο της, ένα κόσμο
εύπλαστο, ευέλικτο κι ευλύγιστο, βολικό, ονειρικό κι ονειρεμένο, ένα παράδεισο
υποκειμενικό, μοναδικό για κάθε Έλληνα και κάθε Ελληνίδα, με φίδια και μήλα
κατά το δοκούν.
Δε θα σωθεί τούτη η Χώρα, γιατί ποτέ της δεν κατάλαβε τι σημαίνει να
‘σαι ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση, μόνο άραζε στον καναπέ, έτριβε την
κοιλιά της και προγραμμάτιζε διακοπές στο Ροβανιέμι.
Δεν ένιωσε ευλογημένη να ‘ναι η ίδια σταυροδρόμι, να την (ξε)πλένει η
θάλασσα από παντού, να ‘χει βυθό, βάθος κι επιφάνεια. Να ‘χει τα βράχια
συντροφιά της, κρεβάτι της κάμπους, προσκέφαλο κι ανάσα και ζωή της, ελιές και
λεμονιές και σχίνα. Κι ο ουρανός της ο καθάριος, σκέπη, μ’ένα πεφτααστέρι κάθε
βράδυ για ευχή : καληνύχτα και καλό ξημέρωμα…
Δεν κατάλαβε από πού ανατέλλει ο ήλιος ούτε πού σβήνει δίνοντας θέση στη
ΔΕΗ για να φωτίζει τα όνειρά της.
Δε χάρηκε Ανατολή πιότερο από τη Δύση, στο φως και το μυαλό.
Μόνο στραβώθηκε απ’το Διαφωτισμό που ήρθε αιώνες μετά στη Δύση,
θαμπώθηκε απ’τα Harrods, ξέχασε τον εξοστρακισμό μπροστά στο άριστο δικαστικό
σύστημα της Αμερικής, κι έκανε το μέτρο, χιλιόμετρο και μίλι, μετατρέποντας το
“είμαι” σε “έχω”, σε “φαίνομαι”, σε “ξέρεις ποιος είμ’εγώ ρε”.
Κι επέμενε ο άλλος ότι “ανήκομεν εις την Δύσιν” όταν του έλεγαν “πάω
στην Ευρώπη για ψώνια”…
Δε θα σωθεί τούτη η Χώρα γιατί δεν έχει κοινό στόχο για κοινή
προσπάθεια. Έχει μόνο κόρφο, στρώμα, τσέπες, σεντούκια, off shore και χρυσά
δόντια.
Δε θα σωθεί τούτη η Χώρα γιατί πιθηκίζει επίμονα, συνειδητά. Είναι ο
ιθαγενής που τρελαίνεται για καθρεφτάκια, έμαθε το PSI και τα CDS, όπως έμαθε
τότε και το Χρηματιστήριο, αλλά δεν ξέρει να υπολογίζει τα ρέστα στο περίπτερο.
Δε θα σωθεί τούτη η Χώρα, γιατί την ώρα που θα της πεις “πάμε να
διορθώσουμε τα λάθη”, σου απαντά “μα δεν υπάρχουν ηγέτες”.
Δε θα σωθεί σου λέω, αυτή η Χώρα γιατί περιμένει ακόμα να μιλήσει ο
Καραμανλής και να της δείξει ο Παπανδρέου πώς κρατάνε το κουπί.
Δε θα σωθεί τούτη η Χώρα γιατί έχει οργή που την πνίγει στο Johnnie,
αγανάκτηση που εκφράζεται απ’τον Λουκάνικο, νεύρα που τα βγάζει στο τιμόνι.
Μόνο.
Δε θα σωθεί τούτη η Χώρα γιατί κλαψουρίζει, πριν ανάψει πούρο στη
Μηλιώνη Τετάρτη απόγευμα.
Γιατί απολύει, ενώ διαφημίζει στο foursquare & το facebook τις
διακοπές που περνά στην Αράχωβα, τη Νέα Υόρκη, και τις ανθυπονησίδες του νοτίου
Ειρηνικού.
Γιατί ακόμα πληρώνει διπλό espresso 7 ευρώ στην Αθήνα και στα Τρίκαλα 1.
Γιατί δε σκέφτεται ότι προκαλεί, ενώ φαντασιώνεται ότι προκαλείται.
Δε θα σωθεί αυτή η Χώρα, γιατί κρυφά καμαρώνει για το λαμογιές του
εκλεγμένου της δικτάτορα.
Δε θα σωθεί αυτή η Χώρα γιατί αρνείται να πονά και να ματώνει. Γιατί δε
βλέπει καθαρά. Βλέπει κοντά, βλέπει την πάρτη της, κι ολόγυρα, εχθρούς μονάχα.
Δε θα σωθεί τούτη η Χώρα γιατί εξακολουθεί να ζει στο μύθο, να
παραμυθιάζεται και να παραμυθιάζει.
Δε θα σωθεί τούτη η Χώρα, γιατί η κουκούλα του ρουφιάνου, του δοσίλογου
του εθνικού προδότη, έγινε σ’εβδομήντα χρόνια κουκούλα μπαχαλάκια.
Δε θα σωθεί μωρέ, τούτη η Χώρα, γιατί ανέχεται και βρίζει.
Γιατί δεν έχει γιούρια με στόμα κλειστό μα δυνατά σαν ηφαίστειο.
Γιατί φοράει ζυπ κυλότ και όχι παντελόνια.
Δε θα σωθεί αυτή η Χώρα, γιατί φέτος η παρέλαση της 25ης Μαρτίου θέλει
ονομαστική πρόσκληση και θα αναλάβει περιφρούρηση ο Στρατός.
Κοίτα, όταν τσακώνονται πάνω από ένα κάδο σκουπιδιών, εσύ είσαι Ελλάδα,
ένα κοράκι που μαλώνει για δυο κομμάτια νεκρής σάρκας, μισό κουφάρι κι αυτό
μπαγιάτικο.
Κι ένα σου λέω, δεν είχα πάει ποτέ μέχρι σήμερα στο Σύνταγμα για την
παρέλαση. Φέτος θα πάω, χωρίς πρόσκληση, γιατί κι αν έχω όνομα, σημαντικότερο
είναι που έχω βλέμμα και χέρια καθαρά. Α, και με παρέα, θα ‘μαι καλύτερα…
(πηγή: www.ipop.gr)