γράφει ο Μαυροζαχαράκης Μανόλης
Κοινωνιολόγος - Πολιτικός Επιστήμονας
Μετά την νίκη του
Φρανσουά Ολάντ στην Γαλλία και την ραγδαία άνοδο της αριστεράς του Μελανσόν,
τις δύο απανωτές ήττες του κόμματος της Άγκελα Μέρκελ στις περιφερειακές
εκλογές στην Γερμανία αλλά και την απότομη άνοδο της ελληνικής αριστεράς στην
Ελλάδα πολλοί σχολιαστές βιάστηκαν να ανακοινώσουν το τέλος του
νεοφιλελευθερισμού.
Οι νέοι σοσιαλιστές σε
όλη την Ευρώπη φαίνεται να διαβλέπουν στην παγκόσμια οικονομική κρίση μια ευκαιρία επανάκτησης της πολιτικής
ηγεμονίας. Ο συντηρητικός τύπος στην Γηραιά Ήπειρο δεν παύει να επισημαίνει
τους κινδύνους μιας ενδεχόμενης μακροχρόνιας
μετατόπισης του συστήματος πολιτικών συντεταγμένων προς τα αριστερά.
Είναι γεγονός ότι
φαινομενικά τα σημάδια των καιρών διαθέτουν το πρόσημο της ανατροπής,
προδιαγράφοντας δυνητικά στον ορίζοντα σημαντικές ρωγμές στην νεοφιλελεύθερη
κυριαρχία. Προϋπόθεση ωστόσο είναι αυτή η δυναμική να μην είναι επιδερμική, με
την έννοια μιας πρόσκαιρης έκφρασης θυμού και οργής εκ μέρους του κοινωνικού
σώματος.
Σε κάθε περίπτωση, υπό
συνθήκες αναζωπύρωσης του κοινωνικού ζητήματος σε όλη την Ευρώπη διαφαίνεται
μια δυναμική αμφισβήτηση της κυριαρχίας
του ριζοσπαστισμού της αγοράς και του νεοφιλελεύθερου κηρύγματος σε όλες τις μορφές του.
Ο homo economicus εξοστρακίζεται και το zoon
policon επανέρχεται.
Η πολιτισμική και
ιδεολογική ηγεμονία φαίνεται να μετατοπίζεται
για κάποιο χρονικό διάστημα με το μέρος εκείνων που επιθυμούν την
ρύθμιση των αγορών και την ενσωμάτωση
τους σε κοινωνικές προστακτικές. Η εικόνα του ανθρώπου ως υποκειμένου που
κινείται αποκλειστικά με γνώμονα το ατομικιστικό του συμφέρον και όφελος,
φθίνει σταδιακά στην κατεύθυνση ενός περισσότερο συλλογικού και κοινωνικού υποκειμένου. Η ανάδυση ποικιλόμορφων
και πολύχρωμων κινημάτων κοινωνικής βάσης -από το κίνημα της Wall Street έως το κίνημα της πατάτας-
αποτελούν ζωντανή απόδειξη.
Παράλληλα φαίνεται να
αλλάζει η ευρύτερη αριστερή πολιτική των τελευταίων ετών που υποτάσσονταν
στις ανάγκες του κυρίαρχου
λόγου ο οποίος επικρατούσε στο πολιτικό πεδίο, στα μέσα μαζικής ενημέρωσης αλλά και στην
ακαδημαϊκή ατζέντα.
Εντούτοις το κρίσιμο ερώτημα που τίθεται είναι εάν
πράγματι βρισκόμαστε στην αφετηρία μιας
νέας πολιτικής εποχής και εάν αναδύεται ένα νέο New Deal σε παγκόσμια
κλίμακα. Η πρόσφατη σύγκλιση Ομπάμα και Ολάντ στους G 8 (ΗΠΑ, Καναδάς, Ιαπωνία
,Ρωσία, Γερμανία, Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία και Ιταλία) πυροδότησε εν μέρει
τέτοιες προσδοκίες.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο
οικονομολόγος Τομά Πικετί ευχήθηκε να εξελιχθεί ο Ολάντ σε νέο Ρούζβελτ για την
Ευρώπη, ενώ ο νομπελίστας Πολ Κρούγκμαν χαιρέτιζε στους New York Times αυτούς
τους εξεργμένους Ευρωπαίους, Γάλλους και Ελληνες, που σήμαναν την πένθιμη καμπάνα
της ευρωλιτότητας.
Τόσο ο Ομπάμα όσο και ο
Ολάντ υποστηρίζουν μια πολιτική που θα κατευθύνεται περισσότερο στην ανάπτυξη
και λιγότερο στην λιτότητα. Οι δύο πολιτικοί συγκλίνουν στην αντίθεση απέναντι
στην σκληρή πολιτική λιτότητας που
ακολούθησε μέχρι σήμερα ο άξονας Μέρκελ -Σαρκοζί και ζητούν μια κρατική
προώθηση της οικονομικής ανάκαμψης.
Επίσης ο Ομπάμα και Ολάντ
συμφωνούν όσον αφορά την ανάγκη παραμονής της Ελλάδας στην Ευρωζώνη και
υπόσχονται να δρομολογήσουν μια υπεύθυνη μέθοδο σταθεροποίησης των
προϋπολογισμών η οποία θα συνδέεται με μία ισχυρή ατζέντα ανάπτυξης. Ειδικότερα
ο Ολάντ ζητάει να προστεθεί σύμφωνο
ανάπτυξης στο νέο δημοσιονομικό σύμφωνο, και να ακολουθήσει διάλογος με την ΕΚΤ για το πώς θα χρηματοδοτηθεί
η πραγματική οικονομία.
Το σύμφωνο ανάπτυξης που
προτείνει ο Ολάντ εμπεριέχει τέσσερεις άξονες. Πρώτον, την κοινή έκδοση
ευρωομόλογων όχι για να γίνει αμοιβαίο το χρέος, αλλά για να χρηματοδοτηθούν
υποδομές, βιομηχανικές επενδύσεις και απασχόληση. Δεύτερον, πρόσθετες
επενδύσεις από τον επενδυτικό βραχίονα της ΕΕ, την European Investment Bank.
Τρίτον την επιβολή φόρου χρηματοοικονομικών συναλλαγών από τα μέλη εκείνα που
θέλουν να τον χρησιμοποιήσουν για έργα ανάπτυξης. Τέλος, την πιο αποδοτική χρήση
των διαρθρωτικών ή περιφερειακών προγραμμάτων ανάπτυξης.
Επίσης οι Γάλλοι
σοσιαλιστές στην άτυπη Σύνοδος Κορυφής την Τετάρτη θα προσέλθουν με πακέτο προτάσεων, το οποίο θα περιλαμβάνει
έκδοση ευρωομολόγου, απευθείας χρηματοδότηση χωρών από την ΕΚΤ με επιτόκιο 1%
και διοχέτευση κοινοτικών κονδυλίων για αναπτυξιακά έργα σε χώρες που βρίσκονται σε βαθιά ύφεση.
Όλα τα παραπάνω μέτρα εάν
συνδυαστούν με ένα πακέτο κοινωνικών ισοδύναμων μέτρων, με μια ρήτρα παράτασης
του χρόνου εκτέλεσης, με την παροχή ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα, με την
κατάργηση του χαρατσιού και της εξίσωσης του πετρελαίου θέρμανσης και κίνησης,
την αποκατάσταση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, την επαναφορά του κατώτατου
μισθού στον ιδιωτικό τομέα και την θέσπιση ενός πιο δίκαιου φορολογικού
συστήματος συντείνουν προς την υπέρβαση
ή τουλάχιστον δραστική απάλυνση του μνημονίου. Εντούτοις η συζήτηση περί
καταγγελίας και ακύρωσης του μνημονίου δεν
αποτελεί παρά ένα παραπλανητικό
διάβημα το οποίο εν τέλει αποσκοπεί αποκλειστικά στην απόσπαση εκλογικού
οφέλους, ειδικότερα από την ριζοσπασιτκοποιημένη νεολαία.
Είναι προφανές ότι και
στις ΗΠΑ αλλά και στην Γαλλία επικρατεί αυτή την στιγμή η αντίληψη
ότι το μόνο ανεπτυγμένο δυτικό βιομηχανικό κράτος που καταγράφει πορεία ανόδου
είναι η Γερμανία. Εξ ου τόσο ο Ομπάμα όσο και ο Ολάντ βλέπουν θετικά το σενάριο
μια οικονομικής αναζωπύρωσης της οικονομίας μέσα από κρατικές δαπάνες και μέσα
από εκτεταμένα προγράμματα δημοσίων επενδύσεων.
Το σενάριο αυτό απεύχεται με κάθε τρόπο η κ.
Άγκελα Μέρκελ
Είναι χαρακτηριστικό
ωστόσο ότι οι Ομπάμα και Ολάντ βρίσκουν πολλούς συμμάχους στην ειδικά στην
Ευρωζώνη. Πρόσφατα για παράδειγμα και ο Μάριο Μόντι στην Ιταλία ζήτησε
συγκεκριμένα βήματα για την άμεση
εκκίνηση γενναίων προγραμμάτων δημοσίων επενδύσεων από την ΕΕ, «αντί να
γίνονται γενικές αναφορές στην ανάπτυξη», ενώ κατέθεσε την πρόταση προς την ΕΕ
«να ξεχωρίσει τα έξοδα για επενδύσεις από τις τρέχουσες δαπάνες». Αυτό θα
ελάφρυνε κατά πολύ την Ελλάδα στην
εκτέλεση των προϋπολογισμών της. Ο
Ιταλός πρωθυπουργός Μάριο Ο Μόντι
πρότεινε επίσης να εγγυάται η ΕΚΤ τις τραπεζικές καταθέσεις σε
όλες τιε χώρες της ευρωζώνης.
Οι θέσεις του Μάριο Μόντι
δείχνουν ότι η περίοδος της λιτότητας ως αυτοσκοπού, τελειώνει. Οι προκείμενες
εξελίξεις ενισχύσουν εκείνους που είχαν εγκαίρως επισημάνει ότι το αίτημα στροφής της ΕΕ προς περισσότερο κοινωνικά
ευαίσθητες και αναπτυξιακές πολιτικές δεν ανήκει πλέον αποκλειστικά στην
Κεντροαριστερά, αλλά υποστηρίζεται από ένα όλο και ευρύτερο «μπλοκ» πολιτικών δυνάμεων
οι οποίες επισημαίνουν σε όλους τους τόνους την ζωτική απειλή που υφίσταται το
ευρωπαϊκό οικοδόμημα εξαιτίας του αυταρχισμού του Βερολίνου.
Ακόμη και συντηρητικές
κυβερνήσεις, όπως του Ραχόι στην Ισπανία, ζητούν αλλαγή κατεύθυνσης, ενώ ο
πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας, Ρομάνο Πρόντι, καλεί τον Ολάντ να ηγηθεί
«κοινού μετώπου των χωρών του Νότου», απέναντι στον γερμανικό άξονα του
μονεταρισμού.
Δεν είναι υπερβολή ότι η
κοινωνική δυσαρέσκεια που συνδέεται με την έλλειψη εργασίας και την
εξαθλίωση στην περιφέρεια της
Ευρώπης είναι ευρύτερη από αυτή που
εμφανίζουν οι στατιστικές.
Κατά συνέπεια η εκρηκτική κατάσταση δυσαρέσκειας αφορά, πλέον, το
ήμισυ του πληθυσμού της Ελλάδας, της Ισπανίας, της Ιταλίας και της Πορτογαλίας.
Οι ζοφερές εξελίξεις που προδιαγράφεται στο μέλλον σε όλη την
Νότια Ευρώπη, με «μοιρασμένες και διχασμένες κοινωνίες στα δύο» αν δεν υπάρξει
άμεσα αλλαγή παραδείγματος πολιτικής, δεν θα εκφραστεί απλά με την εκλογική άνοδο
της όποιας αριστεράς και την ανάδυση πολιτικών τύπου Τσίπρα.
Θα εκφραστεί με τρόπο άγνωστο, άνομο και ανεξέλεγκτο.
Ενδεχομένως να τεθεί
ακόμα και ζήτημα ολικής συστημικής αμφισβήτησης, χωρίς να υπάρχουν ούτε οι
απαιτούμενες βαλβίδες εκτόνωσης, ούτε οι κατάλληλοι μηχανισμοί εξομάλυνσης αφού
όλοι οι θεσμοί, τα κόμματα και τα συνδικάτα έχουν απονομιμοποιηθεί και δεν
αποτελούν με κανέναν τρόπο μαγνήτες ευρύτερων κοινωνικών συναινέσεων.
Μια
ολική κρίση εμπιστοσύνης.
Το ερώτημα λοιπόν εάν
έχουμε να κάνουμε με μια αναγέννηση της σοσιαλδημοκρατίας και της
αριστεράς μέσα από την στάχτη του
αποτρόπαιου καπιταλισμού αφενός είναι
δευτερογενές και αφετέρου δεν μπορεί να
απαντηθεί με απλουστεύσεις, διότι οι πολιτικές συνέπειες της τρέχουσας κρίσης
μπορεί να είναι αρκετά πιο δυσάρεστες
και πιο βαθύτερες από ότι νομίζουμε. Πρώτα απ όλα, πρέπει να εξεταστεί , πόσο
βαθιά είναι η σημερινή κρίση πραγματικά.
Εάν έχουμε να
κάνουμε με μια κρίση του μεγέθους της παγκόσμιας
οικονομικής κρίσης του 1929, τότε οι πραγματικοί νικητές δεν θα είναι οι
δημοκρατικοί αριστεροί μεταρρυθμιστές και
ρυθμιστές, ούτε οι κεντροδεξιοί της ομαλότητας, αλλά πολύ διαφορετικές
και ασύμβατες πολιτικές δυνάμεις:
Aντι-συστημικά , λαϊκιστικά κινήματα αριστερά και δεξιά του κυρίαρχου πολιτικού
φάσματος. Μια πρόγευση λάβαμε ήδη με την είσοδο της Χρυσής Αυγής στην Βουλή και συνολικά με την ενίσχυση της
ακροδεξιάς αλλά και ενός σημαντικού μέρους της αντισυστημικής και
αντιευρωπαϊκής αριστεράς, άσχετα αν δεν αυτοπροσδιορίζεται ως τέτοια.
Οι ενδείξεις πάντως για την περιορισμένη
δυνατότητα άμυνας και δράσης των κρατών απέναντι στις συνέπειες της κρίσης στην πραγματική οικονομία είναι προφανής. Μόνο εάν
καταφέρουν τα κράτη να ενσωματώσουν
επιτυχώς την κρίση στο πλαίσιο του υπάρχοντος συστήματος και περιορίσουν τις
οικονομικές συνέπειες της σε ένα λελογισμένο βαθμό, μπορεί η κρίση να αποφέρει πλεονεκτήματα στην ευρύτερη
συστημική κεντροαριστερά. Εν προκειμένω, δεν πρέπει να υποτιμήσει κανείς
τη δυνατότητα αντίδρασης και ανάκαμψης
των συντηρητικών κομμάτων που πολλές φορές
λειτουργούν ως σταθεροποιητές του
συστήματος και εμφανίζονται ως Μεσσίες
μέσα στο χάος.
Άλλωστε ο ευρωπαϊκός
συντηρητισμός διαθέτει μια αυτοτελή δική του παράδοση κρατικοκεντρικής
πολιτικής. Υπενθυμίζουμε τα προτάγματα της «κοινωνικής οικονομίας της αγοράς»
των Γερμανών χριστιανοδημοκρατών, του «κοινωνικού κορπορατισμού» του Macmillan,
τον «ενεργό κρατισμό» του De Gaul και τον «κρατικό καπιταλισμό» της
καραμανλικής λαϊκής δεξιάς.
Ακόμα και οι νεοφιλελεύθεροι
διαθέτουν την παράδοση του παρεμβατικού
φιλελευθερισμού (Ordoliberalism) της σχολής του Φράιμπουργκ. Οι Δημοκράτες Αριστεροί στην Ευρώπη δεν πρέπει να ξεχνάνε ότι η
μεταπολεμική περίοδο - μια περίοδο της ανοιχτής συναίνεσης του κράτους πρόνοιας
στην Ευρώπη - ήταν επίσης μια εποχή στην οποία η πλειοψηφία των κρατών τελούσαν
υπό την αδιαφιλονίκητη διακυβέρνηση της κεντροδεξιάς. Κατά συνέπεια, είναι
πρόδηλο ότι, η Κεντροαριστερά δεν θα επιστρέψει αυτόματα στην εξουσία στην
Ευρώπη, ακόμη και αν οι προϋποθέσεις είναι πλέον καλύτερες.
Η ευρύτερη αριστερά θα
επωφεληθεί από την αλλαγή του πνεύματος
της εποχής, μόνο αν αντλήσει επαρκή διδάγματα από τις ήττες των
τελευταίων ετών και παρουσιάσει στους
ψηφοφόρους μια νέα, συναρπαστική αφήγηση συνδεδεμένη με ένα συγκεκριμένο
εγχείρημα πολιτικής. Το εγχείρημα αυτό
πρέπει να απαντήσει σε τρία βασικά προβλήματα που περιβάλλουν σήμερα
τις δυτικές κοινωνίες.
Πρώτον, το διευρυνόμενο
οικονομικό και κοινωνικό χάσμα ,την
αυξανόμενη κοινωνικοοικονομική πόλωση υπό τους όρους μιας
παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Δεύτερον, την αυξανόμενη ανασφάλεια, την
δραστική διάχυση της αίσθησης
απώλειας του ελέγχου πάνω στη ίδια την ζωή των ατόμων, όχι μόνο από την
πλευρά των αποκλεισμένων και επισφαλών, αλλά και από την πλευρά της μεσαίας τάξης. Τρίτον, την διάδοση της αίσθησης αποξένωσης. Την απώλεια ταυτότητας και την απώλεια της δημόσιας
αίσθησης οικειότητας με την έννοια της πατρίδας σε κοινωνίες που γίνονται ολοένα περισσότερο ετερογενείς
εθνοτικά, πολιτισμικά και θρησκευτικά. Ένα ενεργό, πιο παρεμβατικό και ισχυρά
ρυθμιστικό κράτος είναι ένα μέρος της απάντησης, αλλά δεν επαρκεί ως λύση.
Μόνο ένα πολιτικό πρόγραμμα που θα επιδιώκει να απαντήσει και τα τρία
παραπάνω προβλήματα θα καταστήσει την
ευρύτερη Αριστερά στην Ευρώπη πάλι ενεργό πλειοψηφικό ρεύμα. Εάν η ευρύτερη
Αριστερά και Κεντροαριστερά στην Ευρώπη
πιστέψει ότι η κρίση του
νεοφιλελευθερισμού, θα της προσφέρει χωρίς συστηματικό αναστοχασμό, ένα ελεύθερο εισιτήριο επιστροφής στην εξουσία,
τότε θα γελαστεί οικτρά.
Κατά τον ίδιο τρόπο
γελάστηκε οικτρά και το ΠΑΣΟΚ το οποίο πριν δυόμιση χρόνια ανέλαβε την εξουσία
ως «αυτοσκοπό», χωρίς να διαθέτει ένα
στρατηγικό σχέδιο αντιμετώπισης της κρίσης και χωρίς να διαθέτει μια
αποφασισμένη, συγκροτημένη και έμπειρη
ομάδα πλοήγησης μέσα στον ωκεανό των ταραγμένων αγορών. Η άμεση πολιτική
συνέπεια μιας τέτοιας συμπεριφοράς θα
είναι αρκετά δραστική. Ήδη οι
συνέπειες της οικονομικής κρίσης
γίνονται αισθητές όχι μόνο στις σχέσεις μεταξύ των πολιτικών στρατοπέδων αλλά και εντός τους. Στην
Κεντροαριστερά, η κηδεία του Τρίτου Δρόμου και του εκσυγχρονισμού σχεδόν
ολοκληρώθηκε και εκείνοι που ζητούν τον ενεργό κρατικό παρεμβατισμό στη
οικονομία έχουν ενισχυθεί σημαντικά.
Υπενθυμίζουμε το παράδειγμα του Γκόρντον
Μπράουν ο οποίος λίγο πριν την πτώση του είχε μεταβληθεί σε έναν
φονταμενταλιστή των κρατικοποιήσεων. Προς τα δεξιά οι δυνάμεις που επιχείρησαν
να εκφράσουν έναν μετριοπαθή καπιταλισμό
της Ρηνανίας, τύπου Μέρκελ και Σαρκοζί παρασύρθηκαν από τον ακραίο αυταρχισμό
της λιτότητας και ηττήθηκαν. Ο Σαρκοζί εκλογικά, και η Μέρκελ πολιτικά. Το
πεδίο φαίνεται ελεύθερο, είναι όμως ναρκοθετημένο. Ζητείται ένας ικανός
προοδευτικός ανιχνευτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου