Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής
Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) Mario Draghi παραχώρησε συνέντευξη στο γερμανικό περιοδικό
Der Spiegel, μιλώντας για όλα
όσα συμβαίνουν αυτή τη στιγμή. Η συνέντευξη μάλιστα περιλαμβάνει και την
Ελλάδα. Δείτε παρακάτω αποσπάσματα. [Μέρος Α]
Για τις καταθέσεις στις τράπεζες:
SPIEGEL: Πρόεδρε Draghi, έχετε καταθετικούς
λογαριασμούς;
Draghi: Ναι.
SPIEGEL: Μήπως γνωρίζετε πόσο είναι το επιτόκιο
που κερδίζετε;
Draghi: Περίπου 1.75%, τόσο είναι το επιτόκιο καταθέσεων
στην Ιταλία.
SPIEGEL: Το επιτόκιο στους Γερμανικούς καταθετικούς
λογαριασμούς είναι κατά πολύ μικρότερο. Αλήθεια, οι καταθέτες βαρύνονται με το
λογαριασμό που δημιουργεί η ευρωπαϊκή κρίση;
Draghi: Όχι. Εάν δε λύσουμε την ευρωπαϊκή κρίση,
τότε όλοι θα πληρώσουμε το τίμημα. Και εάν το επιλύσουμε, τότε όλοι θα έχουμε
κέρδος, συμπεριλαμβανομένου τους Γερμανούς αποταμιευτές και φορολογούμενους.
Οι ανησυχίες για τα κρατικά ομόλογα
SPIEGEL: Ωστόσο, πολύ άνθρωποι, συμπεριλαμβανομένου
της Γερμανίας, ανησυχούν σχετικά με την αξία των χρημάτων τους, επειδή η European Central Bank μείωσε τα επιτόκια σε ένα
ιστορικό χαμηλό επίπεδο και ανακοίνωσε τις προθέσεις τους για αγορά κρατικών
ομολόγων μεγάλης κλίμακας, στο πλαίσιο στήριξης χρεωμένων Χωρών του Ευρωπαϊκού
Νότου. Έχουν δίκιο οι άνθρωποι που ανησυχούν;
Draghi: Λαμβάνουμε σοβαρά υπόψη κάθε ανησυχία οποιουδήποτε
άνθρωπου. Οι άνθρωποι έχουν δίκιο να ανησυχούν στην ανακοίνωση του προγράμματος
για τα κυβερνητικά ομόλογα. Ένα πράγμα πρέπει να είναι ξεκάθαρο: απατώντας στην
κρίση αυτοπεποίθησης, καθώς παρατείνεται η σταθερότητα τιμών, αυτό θα ωφελήσει
τους Γερμανούς φορολογούμενους και αποταμιευτές.
Οι χώρες πρέπει να ακολουθούν τους κανόνες
SPIEGEL: Έχουμε αμφιβολίες σχετικά με αυτό. Θα
αρνούσασταν να βοηθήσετε μία χώρα, εάν αυτή δεν ακολουθεί τις προτεινόμενες
προδιαγραφές του προγράμματος;
Draghi: Φυσικά. Εάν μία χώρα δεν κάνει ότι
συμφωνήσαμε, τότε εμείς δε θα συνεχίσουμε το πρόγραμμα. Έχουμε ανακοινώσει πως θα
αναβάλλουμε την επιχείρηση όσο το πρόγραμμα μίας χώρας βρίσκεται κάτω από
διαπραγματεύσεις. Τότε θα ρωτήσουμε το International Monetary Fund και την European Commission, ώστε να έχουμε
πρόσβαση στο πρόγραμμα όταν η χώρα υλοποιήσει τις δεσμεύσεις της συμφωνίας, και
μόνο έπειτα από μία θετική αξιολόγηση.