Η ανταγωνιστικότητα και η ατζέντα του τρόμου

20 Απρ 2013

Γράφει ο Μαυροζαχαράκης Μανόλης
Κοινωνιολόγος - Πολιτικός Επιστήμονας

   Χωρίς περιστροφές… Αυτά που ζήσαμε το τελευταίο διάστημα, ειδικότερα όσον αφορά την Κύπρο αλλά και την σκληρότερη στάση που ακολουθεί η τρόικα απέναντι στην Ελλάδα φαίνονται εκ πρώτης όψεως ως άλλη μια αλλαγή παραδείγματος στην πολιτική της ευρωζώνης.
   Εντούτοις εντάσσονται σε μια συγκεκριμένη και συστηματική λογική υπαγμένη στο σύνδρομο ανταγωνιστικότητας από το οποίο διακατέχεται η Γερμανία ειδικότερα μετά την γερμανική ενοποίηση.
   Όπως θα επιχειρήσουμε να καταδείξουμε στο παρόν άρθρο, η πολιτική αυτή στα ειδικότερα χαρακτηριστικά της, είχε προδιαγραφεί από την γερμανίδα καγκελάριο Angela Merkel στο πρόσφατο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στο Νταβός, κάτι που κατά συνήθη πρακτική αγνοήθηκε τόσο από τα ελληνικά ΜΜΕ όσο και από το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής «προοδευτικής» διανόησης.
   Δε θα αναφερθούμε στα ελληνικά πολιτικά κόμματα τα οποία δεν θεώρησαν ούτε κατά διάνοια απαραίτητο να τοποθετηθούν πάνω στο Νταβός. Κατά τα άλλα τοποθετούν τον εαυτό τους όμως στο ευρωπαϊκό πολιτικό φάσμα και διατείνονται κατ’ επίφαση ότι τους ενδιαφέρει η «μεγάλη εικόνα» των παγκόσμιων τεκτονικών μετατοπίσεων.
   Στο Νταβός η γερμανίδα καγκελάριος μίλησε χωρίς περιστροφές και υπονοούμενα και παρουσίασε το περίγραμμα μία νέας ατζέντας για την Ευρώπη, με στόχο την ολική αναδιαμόρφωση της αρχιτεκτονικής της. Η ομιλία της Merkel ήταν τόσο ερειστική που προκάλεσε ακόμα και την δριμεία κριτική του Τζορτζ Σόρος, ο οποίος δήλωσε ότι η Γερμανία αντιμετωπίζει ορισμένους από τους ευρωπαίους εταίρους της ως «τριτοκοσμικές χώρες». Ο χρηματιστής ανέφερε ότι «το πρόβλημα είναι πως η λιτότητα που θέλει να επιβάλει η Γερμανία θα σπρώξει την Ευρώπη στη θανάσιμη δίνη του αποπληθωρισμού».
   Σε πολύ πρόσφατη παρέμβαση του μάλιστα ο χρηματιστής καλεί την Γερμανία να συναινέσει στο ευρωομόλογο ή να αποχωρήσει η ίδια από το ευρώ. Όπως εξηγεί ο μεγαλοεπενδυτής η Γερμανία βρίσκεται σήμερα σε θέση ηγεμονίας, μια θέση που η ίδια δεν επιδίωξε. Ωε εκ τούτου «δεν είναι πρόθυμη να δεχτεί τις υποχρεώσεις και τις ευθύνες που έρχονται μαζί με αυτή τη θέση». Βοηθά τόσο ώστε να μην χρεοκοπήσουν οι χώρες και, μόλις υποχωρήσουν οι πιέσεις, επιδιώκει να γίνουν σκληρότεροι οι όροι της βοήθειας.
   «Ο κόσμος δεν συνειδητοποιεί ότι εάν συμφωνήσει στα ευρωομόλογα, αυτό θα κόστιζε πολύ λιγότερο από το να κάνει έστω το ελάχιστο για να διατηρήσει το ευρώ. Κάπως έτσι, οι παρερμηνείες εντυπώνονται στην κοινή αντίληψη», είπε ο Soros.
   Το ίδιο αίτημα είχε διατυπωθεί το 2011 και από τον νομπελίστα Joseph Stiglitz ο οποίος είχε επισημάνει ότι «εάν η Ευρώπη αποφασίσει ότι ο μόνος τρόπος να προχωρήσει είναι ένα είδος σταθερότητας όπως το Ευρωομόλογο, κάτι που η Γερμανία δεν επιθυμεί, τότε η Γερμανία θα πρέπει να αποχωρήσει».
   Κατά τον Stiglitz μάλιστα κάτι παρεμφερές με το ευρωομόλογο ισχύει και τώρα, αφού οι κυβερνήσεις δανείζονται από τις τράπεζες τους και τα ομόλογα αυτά στη συνέχεια αγοράζονται από την ΕΚΤ. «Κατά κάποιον τρόπο τα ευρωομόλογα υπάρχουν ήδη αλλά με ένα μη διαφανή τρόπο και με μεγάλη αβεβαιότητα για το κατά πόσον θα συνεχιστεί το υπάρχον σύστημα». Δεν εκπλήσσει επομένως ότι η Γερμανία επιχειρεί να βάλει συνεχώς φρένο στις χρηματοδοτικές λειτουργίες της ΕΚΤ.

   Η λιτότητα δεν ευνοεί, αλλά εμποδίζει την ανάπτυξη
   Αγνοώντας αδιάφορα τις επικρίσεις που δέχεται η Γερμανία σε όλη την Ευρώπη η γερμανίδα καγκελάριος δήλωνε εμφατικά σε κάθε ευκαιρία πως «ανάπτυξη και δημοσιονομική προσαρμογή είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος».
   Για τα απίστευτα ρεκόρ ανεργίας που καταρρίπτονται το ένα μετά το άλλο, με τις χώρες - του ευρωπαϊκού νότου και την χώρα μας να διεκδικούν την θλιβερή πρωτιά, η Merkel είπε απλά πως «είναι το υψηλό αντίτιμο που συνοδεύει την προσπάθεια κάθε χώρας που θέλει να εξυγιανθεί και να γίνει πιο ανταγωνιστική».
   Επιχειρώντας να αντισταθμίσει τα πυρά εναντίον της στρατηγικής της, σημείωσε μάλιστα ότι και στη χώρα της οι άνεργοι κάποια στιγμή είχαν ξεπεράσει τα 5 εκατομμύρια, μέχρι να εφαρμοστούν οι διαρθρωτικές αλλαγές.
   Η Ευρώπη κατά την άποψη της πρέπει να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία της κρίσης και την δύσκολη κατάσταση των κρατών ώστε να αναδιαμορφώσει εκ βάθρων το ευρωπαϊκό οικοδόμημα ήδη το τρέχον έτος. Στο πλαίσιο αυτό η Merkel παραδέχτηκε ότι, η κρίση του ευρώ την βολεύει στην προσπάθεια της να υποτάξει όλη την Ευρώπη σε μια ατζέντα λιτότητας.  Όποιος κάνει τον κόπο να διαβάσει την ομιλία της Merkel έστω εκ των υστέρων θα εκπλαγεί βάναυσα ακόμα και εάν συγκαταλέγεται στους σφοδρότερους επικριτές της νεοφιλελεύθερης πολιτικής.
   Στο Νταβός η Angela Merkel δεν παρέμεινε στις συνηθισμένες από αυτήν ρήσεις και αναφορές τις οποίες σχεδόν πάντα χρησιμοποιεί σε μεγάλες ομιλίες αλλά παρουσίασε νέα δομικά στοιχεία και νεολογισμούς. Παρά το γεγονός ότι η ομιλία της - όπως πάντα - περιείχε ιδιαίτερα στοιχεία  γλωσσικής χειραγώγησης και ευφημισμού, για πρώτη φορά ίσως η καγκελάριος είπε κάτι πολύ συγκεκριμένο στην οριοθέτηση της ευρωπαϊκής ατζέντας της.

   Η Merkel διατύπωσε το κύριο αίτημά της ως εξής:
   «Θέλουμε στην Ευρώπη - και, σε αυτό συμφωνούμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση - να εξελίξουμε περαιτέρω την οικονομική και νομισματική ένωση σε μια ένωση σταθερότητας. Αυτό αποτελεί το αντίθετο από μια βραχυπρόθεσμη επείγουσα χειρουργική επέμβαση. Πρόκειται πολύ περισσότερο για το στρώσιμο ενός μόνιμου μονοπατιού του οποίου οι μπάρες προσανατολισμού περιέχουν αφενός διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα, και αφετέρου την  δημοσιονομική εξυγίανση. Θέλω εδώ να επαναλάβω την πεποίθησή μου ότι και τα δύο συνδέονται για μένα στενά. Σταθεροποίηση και ανάπτυξη είναι οι δύο βασικές όψεις του ίδιου νομίσματος, όταν πρόκειται για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης».
   Εδώ βέβαια τίθεται το σοβαρό ερώτημα για ποια εμπιστοσύνη ενδιαφέρεται η Merkel; Για την εμπιστοσύνη των λαών ή για την εμπιστοσύνη των αγορών;
   Είναι προφανές ότι ενδιαφέρεται πρωτίστως για την εμπιστοσύνη των αγορών αφού ως καγκελάριος έχει διακηρύξει ως κεντρικό οραματικό της  διακύβευμα την επίτευξη μιας Δημοκρατίας συμβατής με την αγορά. Από οικονομική άποψη ωστόσο η διαπίστωση της Merkel ότι η ανάπτυξη και η εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών πάνε χέρι με χέρι αποτελεί μια σκόπιμη αυταπάτη. Αυτό επισημάνθηκε μόλις πρόσφατα ξεκάθαρα ακόμα και από το ΔΝΤ κατά τη συζήτηση για τον δημοσιονομικό πολλαπλασιαστή και το ΔΝΤ δεν φημίζεται ιδιαίτερα για τον κοινωνικό ρομαντισμό του. Σύμφωνα με έρευνα που διεξήγαγε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο οι κυβερνήσεις θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικές όσον αφορά τις δραστικές περικοπές δαπανών.
   H λιτότητα στις αναπτυγμένα οικονομικά χώρες ίσως δεν αποτελεί πλέον τον κύριο παράγοντα για την προώθηση της ανάπτυξης, σε σχέση με την περίοδο όπου η οικονομική κρίση βρισκόταν στο ζενίθ σημειώνει η έρευνα του ΔΝΤ. Στην έκθεση αναφέρεται επίσης ότι το να εξαναγκαστούν οι χώρες που βρίσκονται σε δυσχερή οικονομική κατάσταση, να μειώσουν απότομα τα ελλείμματά τους θα ήταν στην ουσία αντιπαραγωγικό. «Στην Πορτογαλία, για παράδειγμα, έχουμε χαλαρώσει τους στόχους για το δημοσιονομικό έλλειμμα», αναφέρεται στην έρευνα.
   Πάραυτα η Γερμανία εμμένει στην άποψή της ότι οι οπισθοχωρήσεις στους στόχους για τη μείωση του χρέους θα είχε ως μόνο αποτέλεσμα να πληγεί η εμπιστοσύνη των αγορών. Ακόμη πιο σαφής από το ΔΝΤ είναι ο Τζωρτζ Σόρος ο οποίος λέει ευθαρσώς ότι «η λιτότητα δεν αποδίδει: δεν μπορείς να μειώνεις το χρέος μειώνοντας τον προϋπολογισμό». Η ανεπαρκής ζήτηση και οι περικοπές μειώνουν περισσότερο το ΑΕΠ και αυξάνουν τον πολλαπλασιαστή -αυτό δυσκολεύεται να το καταλάβει η κοινή γνώμη στη Γερμανία».
   Όπως σημειώνει ο Τζορτζ Σόρος «η λιτότητα αποδίδει όταν αυξάνονται οι εξαγωγές και μειώνονται οι εισαγωγές όταν όλοι κάνουν το ίδιο, τότε απλά δεν αποδίδει».

   Το στρατηγικό διακύβευμα
   Όλα αυτά είναι γνωστά στην Merkel και στους συνεργάτες της. Ωστόσο δεν ενδιαφέρονται κατά κύριο λόγο για την εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών. Το δημοσιονομικό ζήτημα αποτελεί περισσότερο έναν μοχλό για να επιβάλει η Γερμανία σε άλλα κυρίαρχα κράτη την ατζέντα της.
   Το στρατηγικό διακύβευμα αυτό διατυπώθηκε από την Merkel ξεκάθαρα στο Νταβός:
   «Υπάρχει όμως και το ερώτημα πόσο ισχυρή είναι η πολιτική βούληση να διατηρηθεί η συνοχή της ζώνης του ευρώ, πόσο μεγάλη είναι η διάθεση για μεταρρυθμίσεις, πόσο ισχυρή είναι η αλληλεγγύη στη ζώνη του ευρώ. Νομίζω ότι τους τελευταίους δώδεκα μήνες που έχουμε προχωρήσει σημαντικά σε αυτά τα σημεία […].
   Η κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή, καθορίζεται σημαντικά από τον παράγοντα του χρόνου. Δρομολογήσαμε […] σταθεροποιητικά μέτρα και μία σειρά από διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις βρίσκονται σε εξέλιξη. […]. Τώρα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τον παράγοντα του χρόνου κατά τέτοιον τρόπο ώστε να μην οξυνθεί η πολιτική κατάσταση και έτσι να κλιμακωθούν και πάλι οι αστάθειες». Στο σημείο αυτό ούτε λίγο ούτε πολύ η καγκελάριος καθομολογεί ότι η κρίση του ευρώ είναι για αυτήν μια χρονικά περιορισμένη ευκαιρία- ένα παράθυρο ευκαιρίας,- μέσα στο διάστημα της οποίας μπορεί να διατηρηθεί «προθυμία τν ευρωπαϊκών γειτόνων για μεταρρυθμίσεις».
   Δεν είναι επομένως να απορεί κανείς γιατί η Merkel είναι κατηγορηματικά αντίθετη στο να εκτονωθεί εκείνο το κομμάτι της κρίσης που αφορά το δημόσιο χρέος και τα κρατικά ομόλογα μέσα από μια πιο ενεργή πολιτική της ΕΚΤ. Η στρατηγική της Merkel έχει να κάνει όμως με αυτό που η Ναόμι Κλάιν ονομάζει ως «Δόγμα Σοκ», αναφερόμενη στην εκμετάλλευση μιας καταστροφής για την προώθηση επώδυνων μεταρρυθμίσεων που δεν είναι επιθυμητές ούτε από τους ανθρώπους ούτε από τους εκπροσώπους τους.
   Είναι φανερό άλλωστε εάν πάρουμε για παράδειγμα τα ελληνικά μνημόνια ότι τα μέτρα που προβλέπουν περιέχουν τόσο μεγάλο πολιτικό κόστος που εν γένει είναι ανεπιθύμητα εξ ολοκλήρου από την πολιτική τάξη , ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ένα μέρος της αναγκάζεται να τα ψηφίσει λόγω της δαμόκλειας σπάθης μεταξύ κυβερνητικών προστακτικών, των κινδύνων μιας στάσης πληρωμών και της πιθανότητας μιας ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας. Όσοι υπομείνανε δηλαδή το βαρύ πολιτικό κόστος μέχρι σήμερα προσπαθήσανε στην ουσία να αποφύγουνε ένα ακόμα βαρύτερο. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι πέσανε μέσα στην εκτίμηση τους.
   Εξίσου όμως δεν σημαίνει ότι υπάρχει γενικότερη συναίνεση στην κυβερνητική πλειοψηφία με τις σκληρές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που ζητάει η τρόικα. Υπάρχουνε μέτρα με τα οποία δεν συμφωνεί απολύτως κανένας. Τέτοια μέτρα στην Ελλάδα είναι επί παραδείγματι το λεγόμενο χαράτσι , η εξίσωση πετρελαίου θέρμανσης και πετρελαίου κίνησης, η υπερφορορόλγηση ακινήτων, η μείωση κατώτατων συντάξεων και κατώτατων μισθών κοκ. Η λογική της επιβολής διατυπώθηκε ξεκάθαρα από την Merkel στο Νταβός:
   «Από την άλλη πλευρά, υπάρχει η πολιτική εμπειρία ότι για να περάσει η πολιτική των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων η πίεση είναι συχνά απαραίτητη. Για παράδειγμα, και στη Γερμανία, η ανεργία είχε ανέλθει στον αριθμό των πέντε εκατομμυρίων ανέργων πριν υπάρξει η προθυμία και διάθεση για την εφαρμογή των απαραίτητων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Το συμπέρασμά μου είναι το εξής:. εάν η Ευρώπη είναι τώρα σε μια δύσκολη κατάσταση, πρέπει τώρα να πραγματοποιήσουμε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ώστε να μπορούμε να ζήσουμε καλύτερα αύριο».
   Οι «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» της Merkel οδήγησαν πάντως εκατομμύρια Γερμανούς πολίτες στο σημείο να ζουν από την πρόνοια και να απασχολούνται στον χαμηλόμισθο τομέα. Αν προσθέσουμε την αρνητική έλξη που ασκεί ο χαμηλόμισθος τομέας σε όλη την κλίμακα και δομή των μισθών, μπορούμε κάλλιστα να ισχυριστούμε ότι οι μεταρρυθμίσεις αυτές έχουν οδηγήσει σήμερα στο σημείο πολύ λίγοι να ζούνε  πολύ καλύτερα και οι περισσότεροι πολύ χειρότερα.
   Είναι μάλλον ειρωνεία της ιστορίας ότι και ο προκάτοχος της Merkel, o Gerhard Schröder είχε ανακοινώσει της "διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις" του στο ίδιο μέρος οκτώ χρόνια νωρίτερα. Αυτός επίσης είχε παραδεχτεί με ειλικρίνεια: «Πρέπει να απελευθερώσουμε την αγορά εργασίας μας και το έχουμε ήδη κάνει . Έχουμε δημιουργήσει ένα από τους καλύτερους χαμηλόμισθους τομείς που υπάρχουν στην Ευρώπη» (Gerhard Schröder - Davos 28-01-2005).
   Δεν εκπλήσσει λοιπόν ότι σήμερα ο Gerhard Schröder δηλώνει υπερήφανος για την διάδοχο του και συγγενής στο πνεύμα. Αυτά που εφήρμοσε αυτός σε επίπεδο Γερμανίας προσπαθεί η Merkel να εφαρμόσει σε όλη την Ευρώπη. Όπως δηλώνει η ίδια το διακύβευμα είναι «πώς μπορούμε να διασφαλίσουμε ότι θα επιτύχουμε τα επόμενα χρόνια σε επίπεδο νομισματικής ένωσης μια συνοχή όσον αφορά την ανταγωνιστικότητα; Και με αυτό δεν εννοώ μια συνοχή στην ανταγωνιστικότητα που θα βρίσκεται κάπου στον μέσο όρο των ευρωπαϊκών χωρών, δηλαδή κάπου στη μετριότητα, αλλά ένα επίπεδο ανταγωνιστικότητας που μετριέται από το αν μας δίνει πρόσβαση στις παγκόσμιες αγορές. […]. Φαντάζομαι λοιπόν - και για αυτό συζητάμε τώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση – ότι θα αποφασίσουμε και θα υιοθετήσουμε ένα σύμφωνο ανταγωνιστικότητας ανάλογο του δημοσιονομικού σύμφωνου, με το οποίο  όλα τα έθνη-κράτη θα συμφωνήσουν συνθήκες με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στις οποίες θα υποχρεωθούν, να βελτιώσουν εκείνα τα στοιχεία της ανταγωνιστικότητας τους που δεν ανταποκρίνονται στο απαραίτητο επίπεδο ανταγωνιστικότητας. Η διαδικασία αυτή θα αφορά συχνά ζητήματα όπως το μισθολογικό κόστος της εργασίας, το κόστος εργασίας ανά μονάδα, το κόστος της έρευνας, τις υποδομές και την διοικητική αποτελεσματικότητα».
   Η Merkel ανακοίνωσε ανοικτά λοιπόν ότι η Ευρώπη θα πρέπει να ακολουθήσει το γερμανικό μοντέλο, να βάλει το τσεκούρι στο κράτος πρόνοιας, και να μειώσει παράλληλα τους μισθούς. Το γεγονός ότι με μια τέτοια στρατηγική η Ευρώπη χαλάει ως εσωτερική αγορά ενδιαφέρει την Merkel λιγότερο από το να συμμετάσχει η Γηραιά Ήπειρο στον πιο ανοικτό μισθολογικό διαγωνισμό με τις αναδυόμενες οικονομίες και τις αναπτυσσόμενες χώρες. Την ίδια στιγμή ωστόσο η καγκελάριος αρνείται την εναρμόνιση της Γερμανίας στο κόστος εργασίας μέσω αύξησης μισθών.
   Το μήνυμα της είναι ότι η Γερμανία, είχε κάνει τα πάντα σωστά και πρέπει να επιβραβευτεί για αυτό παραμένοντας ανταγωνιστική. Στην πραγματικότητα ωστόσο ακόμα και οι οικονομολόγοι στο ίδιο το περιβάλλον της Merkel αμφισβητούν ότι η ζώνη του ευρώ έχει μόνον τότε μέλλον εάν εναρμονίσει το κόστος εργασίας και το κόστος παραγωγικότητας. Για να υπάρξει εναρμονισμός χρειάζονται δύο πλευρές όχι μία.
   Αυτό σημαίνει ότι και η Γερμανία θα έπρεπε να εναρμονιστεί με τους γείτονές της και να διασφαλίσει, για παράδειγμα μέσω υψηλότερων μισθών μια οικονομική εξισορρόπηση. Αυτό όμως δεν θέλουν καθόλου να το ακούν οι ιθύνοντες στην Γερμανία. Για αυτούς υπάρχει μόνο ένας δρόμος στη ζώνη του ευρώ. Αυτός είναι δρόμος προς την κάθοδο των μισθών, ο δρόμος προς την αποδόμηση των εργασιακών δικαιωμάτων και του κράτους πρόνοιας.
   Κατά την άποψη των Γερμανών νεοσυντηρητικών πρέπει να μάθουμε όλοι από την Γερμανία να νικάμε και να έχουμε ως πρότυπο τους καλύτερους, δηλαδή τους Γερμανούς.

   Ώρα για αντιπαράθεση.
   Παρά το γεγονός ότι το μήνυμα αυτό αναπαράγεται σε όλες τις χώρες της Ευρώπης από παλιά και ο θαυμασμός για την εργατικότητα και παραγωγικότητα των Γερμανών είναι παντού διάχυτος, προκαλείται επαίσχυντη εντύπωση όταν η ίδια η ηγεσία της Γερμανίας προστάζει επιτακτικά αυτόν τον θαυμασμό.
   Το θέμα ωστόσο είναι από πού αντλεί η γερμανική ηγεσία το δικαίωμα αυτό. Όπως έλεγε ο Μπρεχτ  μόνο τα πιο χαζά μοσχάρια, επιλέγουν από μόνα τους το χασάπη. Γιατί λοιπόν οι Ευρωπαίοι τελικά να επιλέξουν την Γερμανία; Η Ευρώπη δεν είναι γερμανικό προτεκτοράτο, αλλά μια ένωση κυρίαρχων κρατών, και η Γερμανίδα καγκελάριος δεν έχει εντολή να υπαγορεύσει σε άλλα κυρίαρχα κράτη την πολιτική της στο όνομα της κρίσης του ευρώ.
   Είναι προφανές ότι η Γερμανία φιλοδοξεί να παίξει ηγεμονικό ρόλο στην Ευρώπη και στον κόσμο. Αυτό το κάνει ωστόσο πολλές φορές παραβιάζοντας τις στοιχειώδεις αρχές της κοινής λογικής και της Δημοκρατίας. Για να επιτύχει τους στόχους της η Γερμανία επιβάλει την λογική της στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στους υπόλοιπους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Αυτή η πρακτική όμως δημιουργεί μια απίστευτη κούραση στους ευρωπαίους πολίτες απέναντι στην ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική.
   Μια αρχιτεκτονική που φαίνεται να χρησιμεύει μόνο στο να ακυρώνει τις δημοκρατικές λειτουργίες ενώ η κυριαρχία και η συμμετοχή των Ευρωπαίων δεν έχει μέλλον και δεν έχει λόγους ύπαρξης. Εάν όλοι εμείς οι Ευρωπαίοι θέλουμε να σώσουμε την Ευρώπη και την ευρωπαϊκή ιδέα, πρέπει να απελευθερωθούμε από την κακοποίηση που της επιβάλει η πολιτική της Γερμανίας Θα πρέπει να αψηφήσουμε την Merkel. Ήρθε η ώρα.
   Την αρχή φαίνεται να την κάνει το Βέλγιο το οποίο κατέθεσε καταγγελία στην Κομισιόν για αθέμιτο ανταγωνισμό από τη Γερμανία σε επίπεδο μισθών. Στην καταγγελία το Βέλγιο κάνει μάλιστα λόγο για «κοινωνικό dumping» στη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης. Στην επιστολή αυτή γίνεται εκτενής αναφορά για την τακτική των «μίνι θέσεων απασχόλησης» που χρησιμοποιείται στη Γερμανία. Στις θέσεις αυτές απασχόλησης η αμοιβή πολλές φορές δεν υπερβαίνει τα 3 ή 4 ευρώ την ώρα. Όπως είναι γνωστό από στοιχεία της Κομισιόν , περίπου 7,5 εκατ. άνθρωποι εργάζονται με αυτές τις συνθήκες στη Γερμανία. Περισσότεροι δηλαδή από τους ενεργά απασχολούμενους στην Ελλάδα. εργάζονται με μισθούς έως  450 ευρώ το μήνα, χωρίς να πληρώνουν φόρους και χωρίς ασφαλιστικές εισφορές.
   «Το Βέλγιο ζητά από την Κομισιόν να σταματήσει αυτό τον άπιστο ανταγωνισμό μεταξύ χωρών» δήλωσε η εκπρόσωπος της βελγικής κυβέρνησης Els Bruggeman και συμπλήρωσε: «Η Κομισιόν μπορεί να κάνει την Ευρώπη περισσότερο κοινωνική ένωση». Συμπλήρωσε ότι το θέμα έχει τεθεί και από εταιρίες της Γαλλίας και της Ολλανδίας. Όπως δείχνει η ιστορία του ευρωπαϊκού θεσμικού πλαισίου, καταγγελίες όπως αυτές που κατέθεσε το Βέλγιο μπορούν να λειτουργήσουν ανασταλτικά  απέναντι στην επιθετική πολιτική που ασκεί η Γερμανία.
   Καιρός λοιπόν να θέσουν όλοι οι «εταίροι» τα ζητήματα στα οποία η Γερμανία δεν είναι και τόσο υποδειγματική. Υπάρχει θέμα με το γερμανικό τραπεζικό σύστημα. Υπάρχει θέμα με το γερμανικό δημόσιο χρέος και με το χρέος των ταμείων κοινωνικής ασφάλισης το οποίο δεν εγγράφεται στο δημόσιο χρέος. Υπάρχει μεγάλο ζήτημα με την μαύρη εργασία στην Γερμανία, και με την φοροδιαφυγή, με την διαφθορά και με τον υψηλό ρατσισμό. Υπάρχει μείζον ζήτημα με την πρακτική της μίζας που ασκούν γερμανικές επιχειρήσεις τύπου Siemens σε παγκόσμιο επίπεδο. Τέλος, υπάρχει θέμα με τις μαύρες καταθέσεις γερμανών κροίσων σε διάφορα τραπεζικά καταφύγια τύπου Παναμά.
   Από ελληνική σκοπιά δεν υπάρχει επίσης κανένας λόγος να μην τεθεί επί τάπητος τουλάχιστον το ζήτημα του γερμανικού κατοχικού δανείου εάν όχι όλο το ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων, σε μια συγκυρία που τα ευρωπαϊκά κράτη αρχίζουν να στρέφονται καχύποπτα κατά της Γερμανίας.

Share on:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

 
Copyright © Onus News - All Rights Reserved
Developed by Onus News