Οι προτεινόμενες ρυθμίσεις σηματοδοτούν τη μετάβαση από ένα
λεπτομερέστατο τυπολατρικό νομοθετικό πλαίσιο σε ένα φιλικότερο φορολογικό
περιβάλλον, το οποίο βασίζεται στην εμπιστοσύνη του κράτους προς τον πολίτη και
δίνει έμφαση στη διευκόλυνση της επιχειρηματικότητας, σύμφωνα με το Υπουργείο
Οικονομικών.
Ο έλεγχος της διακίνησης αλλάζει μορφή και
μπορεί να γίνει διαμέσου απλής καταγραφής των πραγματικών περιστατικών σε
συνδυασμό με τη διασταύρωση των στοιχείων που υποχρεωτικά καταγράφουν οι
συναλλασσόμενοι. Όλες οι παραπάνω παρεμβάσεις γίνονται σε πλήρη ευθυγράμμιση με
τα προβλεπόμενα από την Ευρωπαϊκή Νομοθεσία.
Επιπλέον,
καταργείται η σήμανση (με φυσικά ή ηλεκτρονικά μέσα) βιβλίων και στοιχείων
διακίνησης ή πώλησης με εξαίρεση τις αποδείξεις λιανικής για ένα μεταβατικό
στάδιο.
Στη λιανική πώληση,
διατηρείται το σημερινό σύστημα ρυθμίσεων (φορολογικές ταμειακές μηχανές ή
σήμανση εκδιδόμενων αποδείξεων) για να γίνει δυνατή η ασφαλής μετάβαση σε ένα
νέο πιο λειτουργικό σύστημα ρυθμίσεων.
Κατά τα λοιπά το καθεστώς έκδοσης αποδείξεων
μένει κατά βάση ως έχει. Οι ρυθμίσεις εκείνες που καθίστανται απαραίτητες για
τη μετάβαση θα προκύψουν μέσα από μελέτη της διεθνούς πρακτικής και με δεδομένη
την ελληνική εμπειρία σε επόμενο στάδιο.
Στη χονδρική πώληση
απλοποιούνται οι ρυθμίσεις περί έκδοσης τιμολογίων. Τα τιμολόγια μπορεί να
εκδίδονται είτε σε έντυπη είτε σε ηλεκτρονική μορφή και είναι στην απόλυτη
διακριτική ευχέρεια των συναλλασσόμενων να επιλέξουν τον τρόπο που θα
συναλλάσσονται μεταξύ τους. Είναι ευθύνη του φορολογούμενου η διασφάλιση της
αυθεντικότητας και της ακεραιότητας των τιμολογίων, επιλέγοντας τις κατάλληλες
δικλίδες, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Οδηγίας 2006/112 της ΕΕ.