Γράφει ο Μαυροζαχαράκης Μανόλης
Πολιτικός Επιστήμονας Κοινωνιολόγος
Η Ευρώπη περνάει μια διττή κρίση, οικονομική και πολιτική. Η
οικονομική κρίση εκφράζεται περισσότερο ως έλλειμμα ανταγωνιστικότητας παρά ως
δημοσιονομική αδυναμία. Το δημοσιονομικό πρόβλημα είναι απλά σύμπτωμα μειωμένης
ανταγωνιστικότητας.
Συγκεκριμένα, η ευρωπαϊκή οικονομία αδυνατεί να
παρακολουθήσει τις ραγδαίες τεκτονικές αλλαγές του καπιταλισμού, με σημαντικές
μετατοπίσεις κεφαλαίων και οικονομικής ισχύος προς ανατολάς.
Η Ασία προσφέρει ασυγκρίτως πιο συμφέρουσες
συνθήκες επένδυσης και επέκτασης κεφαλαίων σε σύγκριση με την Γηραιά Ήπειρο.
Τις τελευταίες δεκαετίες εκατοντάδες εκατομμύρια θέσεις εργασίας καταστράφηκαν
στην Ευρώπη και μετακινήθηκαν προς την Ασία, που πρόσφερε φθηνότερη και καλά
καταρτισμένη εργατική δύναμη. Ο λόγος είναι, ότι ο ευρωπαϊκός πυρήνας
εξαιρουμένης της Γερμανίας και των Σκανδιναβικών χωρών δεν αναδιάρθρωσαν τις
οικονομίες τους δομικά και θεσμικά και στηρίχτηκαν περισσότερο στον δανεισμό
και στην επιδότηση του μεταπολεμικού κοινωνικού συμβολαίου μεταξύ κεφαλαίου και
εργασίας.
Εντούτοις οι εξελίξεις στην παγκόσμια
οικονομία ξεπέρασαν την Ευρώπη. Την αναπτυξιακή επέλαση των BRIC (Βραζιλία,
Ρωσία Ινδία και Κίνα) ακολούθησαν χώρες με αναπτυξιακή απογείωση όπως οι “N
11”, ( "Next Eleven: Μπαγκλαντές, Αίγυπτο, Ινδονησία, Ιράν, Μεξικό, Νιγηρία,
Πακιστάν, Φιλιππίνες, Νότια Κορέα, Τουρκία και Βιετνάμ). Οι χώρες αυτές, λόγω
των ιδιαίτερων οικονομικών και δημογραφικών χαρακτηριστικών τους, πέτυχαν σημαντικούς
ρυθμούς ανάπτυξης και αναμένεται μελλοντικά να "απειλήσουν"
ανταγωνιστικά τις σημερινές μεγάλες οικονομίες. Με αυταρχικά πολιτικά
καθεστώτα, με υψηλό και ταχέως αυξανόμενο πληθυσμό, χαμηλό κόστος εργασίας,
φορολογικά και θεσμικά κίνητρα, δυναμικά αναπτύσσονται επίσης και οι χώρες της
ασιατικής ημιπεριφέρειας Β, Κορέα, Ταϊλάνδη Ταιβάν, Ινδονησία, Σιγκαπούρη, Μαλαισία.
Από την άλλη πλευρά η
Ευρώπη εισήλθε σε μια βαθιά πολιτική κρίση που άπτεται της (νέο)συντηρητικής
ηγεμονίας των τελευταίων δεκαετιών και της αλαζονικής κεντρικής γραφειοκρατίας
που περιχαρακώνει τον πλουραλιστικό χαρακτήρα του ευρωπαϊκού οικοδομήματος καθώς
και την αμοιβαία αλληλεγγύη. Η Ευρώπη κατάντησε ένα ακίνητο και εσωστρεφές μόρφωμα
που επιβάλει την δημοσιονομική συμμόρφωση, ενδίδοντας σε μια υπεροπτική
ομφαλοσκόπηση, Αυτό παραπέμπει στην αβουλία δράσης των κρατών μελών και στην πολιτική
της Γερμανίας η οποία δεν εμφορείται από ένα δυναμικό πνεύμα ευρωπαϊκής
ενοποίησης με θεσμικό βάθος αλλά προτιμά να παρεμβαίνει επιλεκτικά για να
προστατεύσει τα συγκυριακά της συμφέροντα.
Το αποτέλεσμα είναι «ασύμμετρη
και επιλεκτική διάβρωση της κυριαρχίας στην Ευρώπη που προκαλεί δυο ζημίες
ταυτόχρονα: οδηγεί στην απόγνωση εκατομμύρια πολιτών και την ίδια στιγμή
υποσκάπτει ένα από τα πλέον φιλόδοξα και ελπιδοφόρα σχέδια της σύγχρονης
ιστορίας: την ευρωπαϊκή ενοποίηση».
Όσο αυξάνεται η
κυριαρχική εμβέλεια της Γερμανίας τόσο μειώνεται η κυριαρχία της Ευρωζώνης. Η ασυμμετρία
αυτή εκδηλώθηκε από την αρχή της οικονομικής κρίσης, με την Κομισιόν να
υποκύπτει στις γερμανικές επιταγές εξωφρενικής λιτότητας που επιβάλλεται κατά κύριο
λόγο στις υπερχρεωμένες χώρες της ζώνης του ευρώ.
Το παράδειγμα της Ελλάδας
απέδειξε με αριθμούς ότι το οικονομικό υπόδειγμα της λιτότητας δεν αποτελεί
συνταγή θεραπείας για οικονομίες που τελούν υπό κρίση του παραγωγικού τους
μοντέλου κάτι που αναγκαστικά αναπαράγει την πραγματική ύφεση. Αυτό δεν μπορεί
να αντισταθμιστεί μόνο και αποκλειστικά με δανεισμό αλλά απαιτεί ανάπτυξη. Επόμενο
είναι τα μεγέθη της ύφεσης, της ανεργίας, της φοροδοτικής ικανότητας, των
φορολογικών εσόδων, της φτώχειας να είναι εντελώς αναντίστοιχα με αυτά που
υπολόγισαν οι «δημοσιονομικοί θεραπευτές» της τρόικας. Σε αντίθεση επίσης με
τους υπολογισμούς τους η μείωση των μισθών και η κατάργηση εργασιακών
δικαιωμάτων, αντί να αυξήσουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, μάλλον
μείωσαν την συνολική παραγωγικότητα της εργασίας. Όλα αυτά δημιούργησαν μια
ευρύτερη κοινωνική δυσανεξία που μόνο προσωρινά εκτονώθηκε στις εκλογές.
Είναι προφανές ότι η
σημερινή θεσμική και πολιτική λειτουργία της Ευρώπης και το δημοσιονομικό της
μοντέλο όχι μόνο ι απόμακρα στοιχεία για τους ανθρώπους είναι, αλλά και
εχθρικά. Ένα εκρηκτικό και σωρευτικό κλίμα αμφισβήτησης του ευρωπαϊκού
οικοδομήματος, ανδρώνεται στο επίκεντρο της Ευρώπης. Το κλίμα αυτό εντείνεται από
μια μερίδα νεοφιλελεύθερων λαϊκιστών, από την ευρωπαϊκή ακροδεξιά αλλά και από
ένα μέρος της ευρωπαϊκής ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Κοινός τόπος των σχημάτων
αυτών είναι μια απλουστευτική πολεμική κατά της «σημερινής τάξης πραγμάτων» και
το αίτημα για κατάρρευσης του ευρώ και την ολική έξοδο από αυτό ( Euro- Exit).
Αυτό εκφράζεται κατ’ επέκταση με την φιλοσοφία του Grexit. Όμως η πολυπλοκότητα
της κρίσης δεν απαντάται με απλά σχήματα εξόδου. Η κρίση είναι τόσο σοβαρή,
διότι εξελίσσεται μέσα σε ένα πλαίσιο φαλκιδεμένο από μια αδιάλυτη αντίφαση .
Αφενός τα ακολουθούμενα μέτρα λιτότητας είναι εξαιρετικά αντιδημοφιλή και ως εκ
τούτου δεν επιβάλλονται με δημοκρατικό τρόπο. Αφετέρου τα μέτρα που προτείνονται
από τους προοδευτικούς και τους σοσιαλδημοκράτες, όπως η μακροπρόθεσμη κοινή
ανάληψη των χρεών ή άλλες μορφές διασυνοριακής ανακατανομής των βαρών μεγάλης
κλίμακας, δεν γίνονται αποδεκτά από τους πληθυσμούς των πλούσιων χωρών και τις
ελίτ τους.
Η αναντιστοιχία μεταξύ
του οικονομικά ζητούμενου από τις ελίτ και του πολιτικά εφικτού, διαφαίνεται
επομένως και στις δύο πλευρές βορρά-νότου και αναδεικνύει την διαχωριστική γραμμή
που χωρίζει την Ευρώπη σήμερα.
Εντούτοις οι
διαχωριστικές γραμμές στηρίζονται σε γερμανικές εμμονές και θα μπορούσαν υπό
προϋποθέσεις να χαλαρώσουν, αν οι ενστάσεις κατά της γερμανικής πολιτικής
πυκνώσουν. Δεν είναι λίγες οι κυβερνήσεις άλλωστε στην ευρωζώνη που ζητούν ήδη
να ισχύσουν οι κανόνες, αλλά για όλους εξίσου και όχι μονομερώς υπέρ των ισχυρών.
Στην διττή κρίση της Ευρώπης η προοδευτική απάντηση πρέπει να είναι διττή. Η
οικονομική απάντηση είναι ότι η λιτότητα απλά βαθαίνει την κρίση διότι αποτελεί
απλή θεραπεία συμπτωμάτων. Πραγματική θεραπεία αντιθέτως υπόσχεται μια στροφή
προς το μοντέλο της ποιοτικής και καινοτόμα παραγωγικής οικονομίας. Η κεντρική
πρόκληση στην οικονομική ανάπτυξη, είναι η δημιουργία συνθηκών ταχείας αύξησης
της παραγωγικότητας. Πρέπει λοιπόν να δοθεί η μάχη για ένα σύμφωνο
παραγωγικότητας, ανάπτυξης και ανταγωνιστικότητας. το οποίο παράλληλα με το
Σύμφωνο του Μάαστριχτ, ή το νέο δημοσιονομικό σύμφωνο, θα προωθήσει ζητήματα
βιώσιμης ανάπτυξης, απασχόλησης, κοινωνικής προστασίας και συνοχής.
Η πολιτική απάντηση είναι
η μάχη για την πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης στα πλαίσια ενός ομοσπονδιακού
μορφώματος και παράλληλα η μάχη κατά εκείνων των δομών που υποσκάπτουν την
δημοκρατία. Η αναχαίτιση των πολιτικών διευθυντηρίων, της γραφειοκρατίας η
αποδόμηση του συγκεντρωτισμού, η ενατένιση της ιδέας της επικουρικότητας, η
επέκταση των εξουσιών του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου κοκ αποτελούν αιτήματα τα
οποία όλες οι δημοκρατικές δυνάμεις της Ευρώπης θα μπορούσαν να ενστερνιστούν
αρκεί να τεθούν την κατάλληλη στιγμή στην ατζέντα και εντός του κατάλληλου
πλαισίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου