Το εκπαιδευτικό σύστημα της Ελλάδας αποτελεί από μόνο του ένα μεγάλο θέμα. Κατά καιρούς έχουν ασχοληθεί με το ζήτημα άνθρωποι από όλους τους κλάδους της εργασίας, κρίνοντας και διατυπώνοντας απόψεις που συνήθως είναι αντίθετες μεταξύ τους. Παρακάτω θα δείτε αποσπάσματα άρθρου που δημοσίευσε ο συγγραφέας Τάσος Ανθουλιάς το μακρινό 1984, με τίτλο «20 χρόνια πανελλήνιες εξετάσεις» (περιοδικό Δεκαπενθήμερος Πολίτης, 14/10/1984).
«Κάθε χρόνο μετά την έκδοση των αποτελεσμάτων των Πανελλήνιων ή Πανελλαδικών εξετάσεων κάποιοι μιλάνε για σφαγή, κάποιοι θρηνολογούν για τα παιδιά, κάποιοι βρίσκουν λάθη στα θέματα, κάποιοι αρπάζουν την ευκαιρία για να κατηγορήσουν την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας. Ύστερα από λίγο όλα ξεχνιούνται. Τα παιδιά ετοιμάζονται για τις επόμενες εξετάσεις. Που γίνονται ουσιαστικά με τον ίδιο τρόπο.
Πού μας οδηγούν, όμως, όλα αυτά; Ας αφήσουμε για την ώρα το πρόβλημα της κατάργησης των εισαγωγικών εξετάσεων. Οι εξετάσεις αυτές είναι, βέβαια, δυνατό να καταργηθούν, αλλά πολύ μακροπρόθεσμα και μέσα από μεγάλες αλλαγές στην εκπαίδευσή μας. Αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε καλύτερο με αυτές για όσα χρόνια ακόμα θα υπάρχουν; Ας μην ξεχνάμε ότι φέτος συμπληρώθηκαν είκοσι χρόνια από τη δημιουργία του θεσμού των γενικών εξετάσεων (ανεξάρτητα από τις διάφορες ονομασίες που πήρε κατά καιρούς).
Αδιάβλητη κρίση
Η ουσία του προβλήματος των εισαγωγικών εξετάσεων είναι η “αδιάβλητη κρίση”. Το ζητούμενο, δηλαδή, είναι να κριθεί ο μαθητής με όσο πιο αδιάβλητο και αντικειμενικό τρόπο γίνεται. Αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα. Γιατί όσο πιο αδιάβλητη και αντικειμενική επιδιώκουμε να είναι η κρίση, τόσο αυτή η κρίση χάνει την ουσία της και μετατρέπεται σε “μόρια” που δεν εκφράζουν τίποτα. Αντί να ασχοληθούμε με τον μαθητή ως μια συνολική προσωπικότητα, ασχολούμαστε με την “αντικειμενική” κρίση ενός “γραπτού” και προσπαθούμε να βρούμε κριτήρια με βάση τα οποία θα αναπαραστήσουμε τον μαθητή μέσα από το γραπτό του. Κριτήρια που πρέπει να έχουν τη μεγαλύτερη δυνατή αντικειμενικότητα. […]
Φρένο στην υποβάθμιση
Δεν μπορεί, λοιπόν, να γίνει τίποτα; Όχι, κάποιες κρίσιμες βελτιώσεις είναι δυνατές, αρκεί να γίνουν προς τη σωστή κατεύθυνση. Ας αρχίσουμε με μια παρατήρηση. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται το εξής φαινόμενο: Παρουσιάζονται κάποιες γενικές αποτυχίες. Αμέσως ο Τύπος (συνήθως ο αντιπολιτευόμενος, μερικές φορές και ο συμπολιτευόμενος) αρχίζει να θρηνολογεί και να διαμαρτύρεται για “δύσκολες” εξετάσεις, για “λάθη” στα θέματα, για ασκήσεις που ξεφεύγουν από τη “διδακτέα” ή τη “διδαχθείσα” ύλη. Και, βέβαια, αναζητείται ο υπεύθυνος, που είναι (ποιος άλλος;) η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας. Έτσι, πιεζόμενο από την κοινή γνώμη (που δεν έχει σωστή ενημέρωση) το υπουργείο, την επόμενη χρονιά, κατεβάζει τη στάθμη των εξετάσεων. Και πάει λέγοντας...
Αυτός ο κατήφορος πρέπει να σταματήσει. Έτσι κι αλλιώς η εισαγωγή των μαθητών στα πανεπιστήμια δεν επηρεάζεται από το ύψος της μέσης βαθμολογίας. Ο αριθμός των εισαγομένων καθορίζεται πριν από τις εξετάσεις και είναι ανεξάρτητος από τη διακύμανση της βαθμολογίας. Η στάθμη, λοιπόν, των εξετάσεων πρέπει όχι μόνο να σταματήσει να κατεβαίνει, αλλά να αρχίσει σταδιακά να ανεβαίνει. Τα θέματα πρέπει να γίνονται όλο και πιο δύσκολα (προσοχή: δύσκολα, όχι εξεζητημένα, στρυφνά, περίεργα), ανεξάρτητα από τα γενικά αποτελέσματα. Αυτή η αύξουσα δυσκολία θα αποτελέσει έναν από τους μοχλούς που θα ωθήσουν στο ανέβασμα της εκπαίδευσής μας. Παράλληλα με την αυξανόμενη δυσκολία, θα πρέπει να γίνει ένας περιορισμός του πλάτους της εξεταζόμενης ύλης και αύξηση της μελέτης σε βάθος. Εννοείται πως για να γίνει ένα τέτοιο πρόγραμμα χρειάζεται πλατιά ενημέρωση καθηγητών, μαθητών και γονιών.
Περισσότερη κρίση, λιγότερη αποστήθιση
Συχνά γίνεται λόγος για θέματα που απαιτούν κρίση, σε αντιδιαστολή με εκείνα που θέλουν αποστήθιση. Κάποτε, επιτέλους, πρέπει να καταλάβουμε μιαν αλήθεια: Όταν ένας μαθητής οφείλει να αντιμετωπίσει ένα θέμα με μοναδικά εφόδια το μυαλό του, ένα χαρτί κι ένα μολύβι, τότε το θέμα αυτό (όποιο κι αν είναι) μετατρέπεται σε θέμα που απαιτεί αποστήθιση.
Αντίθετα, αν ο μαθητής επιτραπεί να έχει μαζί του κάποια βοηθήματα (π.χ. ένα τυπολόγιο, ένα λεξικό, το σχολικό του βιβλίο ή κάτι άλλο, ανάλογα με το επίπεδο και το μάθημα), τότε περίπου οποιοδήποτε θέμα μετατρέπεται σε θέμα που απαιτεί κρίση. Εκτός αν είναι, ας πούμε, απλή εφαρμογή κάποιου απλού τύπου. Αλλά τότε, βέβαια, δεν θα είχε και νόημα να δοθεί ένα τέτοιο θέμα. Επιπλέον, πρέπει να κατανοήσουμε πως, σήμερα, η χρήση ενός βιβλίου δεν συνίσταται στην ανάγνωσή του από την αρχή ως το τέλος και στην αποστήθισή του. Η σημαντικότερη χρήση των επιστημονικών βιβλίων βρίσκεται στη δυνατότητα να πάρει κανείς από αυτά κάποια στοιχεία (σχετικά με τη μελέτη του) για να τα συνθέσει και να προχωρήσει παραπέρα. Επιβάλλεται, λοιπόν, να αλλάξει ο τρόπος των εξετάσεων και να στηριχτεί στην αντιμετώπιση θεμάτων με χρήση βοηθημάτων. Η αλλαγή αυτή θα αποτελέσει άλλον ένα μοχλό που θα ωθήσει σε μια ουσιαστική μεταρρύθμιση της παιδείας μας.»