Στις 19 Οκτωβρίου
απελευθερώνεται η Λαμία. Δυνάμεις του ΕΛΑΣ, αντιπροσωπεία της ΠΕΕΑ και του ΕΑΜ,
καταφτάνουν στην πόλη. Στις 29 Οκτωβρίου και με αφορμή την επέτειο του ΟΧΙ,
συγκαλείται στην πλατεία Ελευθερίας της πόλης, πανηγυρική συγκέντρωση του ΕΑΜ
με παμφθιωτική λαϊκή παρουσία. Ο Άρης εκφωνεί από το περίφημο μπαλκόνι τον
παρακάτω λόγο.
Γιατί αγωνίστηκα.
Αδέλφια, Έλληνες και Ελληνίδες της Λαμίας και της περιοχής της! Από μέρους του
Γενικού Στρατηγείου του Ε.Λ.Α.Σ, σας φέρω τους πιο θερμούς χαιρετισμούς. Όπως
βλέπετε, πρόκειται «να βγάλω λόγο». Μα ο λόγος μου αυτός δεν θα μοιάζει καθόλου
με τους λόγους που γνωρίσατε μέχρι σήμερα. Δεν πρόκειται να σας υποσχεθώ ούτε
πως θα σας φτιάξω γεφύρια ή ποτάμια, όπως σας υποσχόντουσαν πως θα σας φέρουν
οι παλιοί κομματάρχες. Ούτε και θα σας τάξω λαγούς με πετραχήλια. Δεν επιδιώκω
ν' αποσπάσω επαίνους για τη ρητορική μου δεινότητα. Επιδιώκω απλώς ν' ακούσετε
αυτά που θα σας πω. Προσέξτε. Θ' αρχίσω σαν τα παραμύθια: Η αθάνατη ελληνική
φυλή.
Κάποτε η γωνιά αυτή της
γης που πατάμε και λέγεται Ελλάδα ήταν δοξασμένη κι ευτυχισμένη κι είχε ένα
πολιτισμό, οπού επί 2 ½ χιλιάδες χρόνια συνεχίζει να παραμένει και να
θαυμάζεται απ' όλο τον κόσμο. Κανένας σοφός η άσοφος δεν μπορεί μέχρι σήμερα να
γράψει ούτε μια λέξη, αν δεν αναφερθεί στα έργα που άφησαν οι δημιουργοί αυτού
του πολιτισμού, που λέγεται αρχαίος ελληνικός πολιτισμός.
Κάποτε, λοιπόν, η χώρα
μας ήταν δοξασμένη, μα αργότερα την υποδούλωσαν κι έχασε την παλιά της αυτή
δόξα. Μα ύστερα από κάμποσα χρόνια η χώρα μας σηκώθηκε στο πόδι κι ύστερα από
σκληρούς αγώνες ενάντια στη σκλαβιά, πάλι λευτερώθηκε. Στην εποχή της σκλαβιάς
πέρασε σκληρά, μαύρα χρόνια και πολλοί «έξυπνοι», ανάμεσα στους οποίους και
κάποιος Φαλμεράγιερ, ισχυρίστηκαν πως η ελληνική φυλή έσβησε κι ότι αυτή
διασταυρώθηκε μ' άλλες φυλές, που δεν έχουν τίποτα το κοινό με την αρχαία
ελληνική φυλή.
[…] Οι ντόπιοι
κοτζαμπάσηδες τα είχανε καλά με τους Τούρκους και ξεζουμίζανε το λαό. Η
αντίδραση ουρλιάζει. Μα ο ελληνικός λαός δεν ήταν αυτός ο λαός, ο λαός δηλαδή
της χώρας της λευτεριάς και του πολιτισμού, αλλά λαός ζούγκλας, αν δεν έβγαζε
μέσα από τα σπλάχνα του τους αρχηγούς εκείνους, που θα οδηγούσανε στη λευτεριά
του. Όπως βλέπετε, λοιπόν, όλοι - ξένοι και ντόπιοι - πάλεψαν για να μην
ξεσηκωθεί ο λαός κι αποχτήσει τη λευτεριά του. Μέσα στα χρόνια της σκλαβιάς δε
σταμάτησαν οι αγώνες. Μικροί ή μεγάλοι. Ένοπλοι ή όχι. Κι ύστερα μέσα απ' αυτό
το λαό ξεπήδησε ο μεγάλος βάρδος της επανάστασης, πού ύμνησε με τα τραγούδια
του την ιδέα της εξέγερσης του έθνους.
[…] Ας ούρλιαζε η
αντίδραση. Ας υπόγραφε άτιμα χαρτιά, σαν αυτό πού υπογράφηκε στη διάσκεψη της
Βιέννης στα 1815, κάτω από το όποιο έβαλε την υπογραφή του κι ο πολύς Γιάννης
Καποδίστριας και που διαλάμβανε, ότι όχι μόνο δε θα ευνοηθεί και επιτραπεί ένα
εθνικοαπελευθερωτικής κίνημα στην Ελλάδα, μα και θα πνιγεί στο αίμα αν
ξεσπάσει.
Ο Γιάννης Καποδίστριας,
που μας τον παρουσιάζουν στα σχολειά σαν μεγάλο και τρανό, με προτομές και
πορτραίτα, είναι ο πρώτος καταστροφέας της Ελλάδας. Μα ότι έκανε, δεν το έκανε
σαν Καποδίστριας, μα σαν εκπρόσωπος όλης της ελληνικής αντίδρασης. Ας ούρλιαζε
λοιπόν, μαζί με τη διεθνή και η ντόπια αντίδραση. Κι ας υπογράφανε άτιμα
χαρτιά. Ο λαός προχωρεί.
[…] Έτσι, στα 1821,
ύστερα από κόπους και θυσίες και χάρη στον ενθουσιασμό και τη φλόγα του
Παπαφλέσσα, που χρησιμοποίησε όλα τα μέσα, ακόμα και την ψευτιά, κηρύσσοντας
την εξέγερση, ξεσηκώθηκε πρώτος ο Μοριάς. Από δω, από το Μοριά, άρχισε η
επανάσταση του 1821. Στο άκουσμα της εξέγερσης όλοι οι ισχυροί της γης, ξένοι
και ντόπιοι, τρόμαξαν.
[…] Οι τρανοί της γης
τρόμαξαν και, χρησιμοποιώντας όλα τα τερτίπια, προσπάθησαν να πνίξουν την
επανάσταση. Μα γελάστηκαν. Επί 7 ολόκληρα χρόνια πάλεψαν οι προπάτορες μας,
παρά το γεγονός ότι η ελληνική αντίδραση, δυο φορές, το 1823 και 1825, οργάνωσε
τον εμφύλιο πόλεμο για να σπάσει ακριβώς τους αγώνες αυτούς.
[…] Κανείς δεν πίστευε
προηγούμενα σ' αυτό το θαύμα, που συντελέστηκε από τις ίδιες τις δυνάμεις και
τα μέσα του λαού.
[…] Άλλοι περίμεναν να
τους έλθει η λευτεριά από τη Ρωσία κι άλλοι από τη μεγαλοψυχία των βασιλιάδων
της Ευρώπης. Μα η επανάσταση απόδειξε, ότι αυτή μόνη της χάρισε τη λευτεριά της
πατρίδας μας. Τα παραμύθια του φιλελληνισμού, χάρη στον οποίο αποκτήσαμε δήθεν
τη λευτεριά μας, εφευρέθηκαν μόνο και μόνο για να γίνει πιστευτό, ότι η πατρίδα
μας λευτερώθηκε, Όχι από τις ίδιες της τις δυνάμεις, μα από τους ξένους.
[…] Ο λαός νόμιζε, ότι
μια που πέτυχε πια η επανάσταση, θα επακολουθούσαν τα χρόνια της ευτυχίας του,
ότι όλη η ανθρωπότητα ήταν στο πλευρό της χώρας μας και πως η χώρα μας, για μια
ακόμα φορά, θα βρισκότανε σε θέση να ξαναπάρει, όπως και παλιότερα, ολόκληρη
την ανθρωπότητα από το χέρι και να της δείξει καινούργιους δρόμους πολιτισμού
και προόδου. Μα στη θέση αυτών η ντόπια και ξένη αντίδραση επιβλήθηκαν και
φέρανε τον Καποδίστρια, τη Βαυαρική δυναστεία με τον Όθωνα. Χρόνια και χρόνια
απάτης και ρεμούλας μας κράτησαν μακριά από την ευτυχία και τον πολιτισμό και
μας ρίξανε μέσα στην εξαθλίωση, την πείνα, την κακομοιριά και τη δυστυχία.
[…] Χαρακτηριστικό είναι
ότι πιάνοντας μια λέξη του Κολοκοτρώνη, που ονόμασε κάποτε τη χώρα μας
Ψωροκώσταινα, κατάφερε να πείσει το λαό ότι το ελληνικό κράτος δε μπορεί να
ορθοποδήσει μόνο του κι ότι θα έπρεπε να μας κυβερνήσουν οι ξένοι, ονομάζοντας
γι αυτό και τα πολιτικά κόμματα ρωσικά, αγγλικά και γαλλικά. Σ' αυτό το σημείο
μας φέρανε οι κορυφές που διοικούσαν τον τόπο μας. Κάποτε φτάσαμε και στη
δημοκρατία. Μα αυτό έμοιαζε με την παροιμία που έλεγε ο λαός:
Άλλαξε ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς. Μυρίστηκαν οι
έξυπνοι ψητό από τη μοναρχία και βρίσκοντας ότι «έφταιγε» η δημοκρατία για τη
δυστυχία του λαού, ξαναφέρανε το βασιλιά. Και τότε άρχισαν πιο ξετσίπωτα ακόμα
να ξεζουμίζουν και να καταπιέζουν το λαό. Και για να μπορούν να πνίγουν τις κραυγές
του, βάλανε στο κεφάλι μας το Μεταξά, που ήταν πάντα πράκτορας του ΙΙ γραφείου
του γερμανικού επιτελείου, από τον καιρό που σπούδαζε στη στρατιωτική σχολή της
Γερμανίας.
Έτσι, ύστερα από 120
χρόνια, ξαναπέσαμε πάλι στη σκλαβιά, γιατί έτσι κακά μας κυβερνήσανε στο
διάστημα αυτό.
[…] Μα ο λαός μας δεν
ήταν σε θέση να συνεχίσει το έργο του αυτό. Όσο φλογερά κι αν ήταν τα στήθη
του, η φλόγα αυτή δεν θα άντεχε στα σιδερόφρακτα μεγαθήρια των φασιστών, μια
που είχε μέσα του και την προδοσία των ηγετών του. Έτσι αναγκάστηκε να
υποκύψει, μα όχι σαν ηττημένος. Γιατί αυτή η συνθηκολόγηση που έκαναν,
υπογράφηκε πριν ακόμα πολεμήσει ο στρατός μας. Αυτή δεν ήταν ήττα του λαού μας,
μα ήττα και χρεωκοπία των καθεστώτων που μεσολάβησαν από το 1821-1941. Γι αυτό
κι ο λαός μας τιμωρεί σήμερα την ήττα αυτί και θα την τιμωρήσει αργότερα πιο
σκληρά ακόμα. Έτσι ήλθαν οι Γερμανοί στον τόπο μας και μας σκλαβώσανε.
[…] Από εδώ και πέρα θα
έχουμε δυο εθνικές γιορτές: την 25η Μάρτη και την 27η
Σεπτέμβρη επέτειο της δημιουργίας του ΕΑΜ, που αποτέλεσε τη βάση της σημερινής
μας απελευθέρωσης. Αυτό πρέπει να το νιώσουμε.
[…] Ναι, σφάξαμε κι
είμαστε έτοιμοι να ξανασφάξουμε, αν χρειαστεί. Ποιους όμως σφάξαμε; Εμείς
είμαστε πιο πονόψυχοι απ' αυτούς. Απόδειξη είναι ότι εμείς είμαστε κείνοι που
τρώγαμε χρόνια τώρα τις καρπαζιές και καταδιωκόμασταν. Σφάξαμε κείνους που
πρόδιδαν στους καταχτητές τους Έλληνες, κείνους που κλέβανε το λαό και
διαπράττανε εγκλήματα.
[…] Το τι θα γίνει στο
πολύ μακρινό μέλλον, το πώς θα σκέπτονται οι άνθρωποι τότε, είναι άλλο
πρόβλημα. Και κανένας πολιτικός δε μπορεί να βγάλει νόμο για το τι θα πρέπει να
γίνει ύστερα από 200 η 500 χρόνια. Ούτε λοιπόν κι εμείς θα βγάλουμε τέτοιο
νόμο. Μας ενδιαφέρει το πώς θα προκόψει ο λαός μας σήμερα κι όχι το τι φιλοσοφικές
πεποιθήσεις θα έχει ύστερα από 500 χρόνια.
[…] Κατηγορούν τους
κομμουνιστές, ότι αυτοί θα διαλύσουν επίσης την οικογένεια. Λες κι εμείς
κατεβήκαμε από τον ουρανό και δε γεννηθήκαμε από σπίτια ή φυτρώσαμε μόνοι μας
σαν τα μανιτάρια. Η οικογένεια δημιουργήθηκε από ορισμένες οικονομικές
συνθήκες. Σε μια ορισμένη ανάπτυξη της κοινωνίας δημιουργήθηκε η ανάγκη της
οικογένειας, γιατί έτσι θα αντιμετωπίζονταν καλύτερα οι ανάγκες της ζωής.
Χρειάζονταν να δουλεύουν όλοι: ο πατέρας και τα παιδιά στα χτήματα, οι γυναίκες
στον αργαλειό και το σπίτι, γιατί μόνο με τον τρόπο αυτό θ' αντιμετωπίζονταν οι
βιοτικές ανάγκες τους. Αυτού του είδους οι οικονομικές συνθήκες που
επικρατούσαν τότε, πλησίαζαν όπως βλέπετε, πιο στενά τα μέλη της οικογένειας
μεταξύ τους. Σήμερα όμως τι γίνεται; Οι σημερινές οικονομικές συνθήκες
αναγκάζουν όχι πια το στενό πλησίασμα της οικογένειας, αλλά αντίθετα την
απομάκρυνση της.
Να ένα παράδειγμα: Ένας
άντρας παντρεύεται, μα την επομένη του γάμου του φεύγει στην Αμερική για να
μπορέσει να αντιμετωπίσει τις ανάγκες της ζωής του και της γυναίκας του. Ποιος
διαλύει στην περίπτωση αυτήν την οικογένεια; Οι κομμουνιστές ή οι οικονομικές
συνθήκες πού δημιούργησε η κεφαλαιοκρατία; Κι εδώ, λοιπόν, βλέπουμε φανερά, ότι
αυτοί που μας κατηγορούν πως θέλουμε να διαλύσουμε την οικογένεια, δεν είναι
άλλοι, παρά αυτοί οι ίδιοι πού τη διαλύουν στην πραγματικότητα, ενώ εμείς
επιδιώκουμε το στερέωμα της.
[…] Όταν έξαφνα στα
1929-31 το κράτος ζήτησε, λόγω της οικονομικής κρίσης πού μάστιζε τότε τη χώρα
μας να κατεβάσουν οι ξένοι ομολογιούχοι το ποσοστό που πληρώναμε σε
τοκοχρεολύσια, οι Άγγλοι δέχτηκαν να το μειώσουν σε 35%, αλλά οι Έλληνες
ομολογιούχοι αρνήθηκαν. Να λοιπόν, ποιος είναι ο πατριωτισμός τους!
(Λαμία, 29 Οκτωβρίου 1944. Πλατεία
Ελευθερίας)