Το μέγεθος της εμπλοκής της Ελλάδας στο
ιμπεριαλιστικό σύστημα και τις οδυνηρές συνέπειες, που έχει για το λαό,
αποκαλύπτουν τα στοιχεία σχετικά με τις δαπάνες των κυβερνήσεων για εισαγωγές
όπλων και οπλικών συστημάτων, την περίοδο 1974-2011.
Πρόκειται,
κατά κανόνα, για πολεμικό υλικό που δεν υπηρετεί τις αμυντικές ανάγκες της
χώρας, αλλά υπαγορεύεται από τους επιθετικούς σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ. Εκτός όλων
των άλλων, οι υπέρογκες εξοπλιστικές δαπάνες συνέβαλαν και στη διαμόρφωση του
κρατικού χρέους, το οποίο, σε συνθήκες βαθιάς καπιταλιστική κρίσης,
χρησιμοποιείται σαν όχημα για την επιβολή βάρβαρων περικοπών και μέτρων σε
βάρος του λαού.
Για
αγορές όπλων μετά το 1974, οι κυβερνήσεις του δικομματισμού έχουν σωρευτικά
διαθέσει ποσά που ισοδυναμούν με ½ του μέσου ετήσιου ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εθνικό
Προϊόν) των χρόνων αυτών, χωρίς τους τόκους! Η Ελλάδα παραμένει σταθερά στην πρώτη
τριάδα ανάμεσα στις χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ, στις στρατιωτικές δαπάνες ως ποσοστό
του ΑΕΠ, ακόμα και με ποσοστό κάτω του 3%, όπως παρουσιάζεται στους τελευταίους
προϋπολογισμούς. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, η Ελλάδα κατέχει σταθερά μία
από τις πέντε πρώτες θέσεις ανάμεσα σε όλες τις χώρες του κόσμου, όσον αφορά
στην προμήθεια οπλικών συστημάτων από τις ΗΠΑ.
Τα
4 αερόστρωμνα (χόβερκραφτ) τύπου «Zubr» από Ρωσία και Ουκρανία, που ποτέ στην
ουσία δεν εντάχθηκαν επιχειρησιακά στο Πολεμικό Ναυτικό.
Η
Ελλάδα, σταθερά τις προηγούμενες δεκαετίες, περιλαμβανόταν στους μεγαλύτερους
εισαγωγείς όπλων στον κόσμο, καταλαμβάνοντας θέσεις στην πρώτη δεκάδα της
παγκόσμιας κατάταξης. Ειδικά μετά το 1974 διέθεσε, κυρίως σε ΗΠΑ, Γερμανία και
Γαλλία, ποσά που μαζί με τους τόκους, σύμφωνα με μετριοπαθείς υπολογισμούς,
ξεπερνούν το 50% του δημόσιου χρέους!
Ειδικότερα,
με βάση τα στοιχεία που προέρχονται από την ετήσια έκθεση του Διεθνούς
Ινστιτούτου Στοκχόλμης για την Ειρήνη και τον Αφοπλισμό (SIPRI), η Ελλάδα
σταθερά μετά το 1974:
Εισάγει
κατά μέσο όρο και σε ετήσια βάση το 3,74% των όπλων που εξάγουν παγκοσμίως οι
ΗΠΑ. Δηλαδή, την ίδια περίοδο (1974 - 2010), η Ελλάδα αγόρασε από τις ΗΠΑ όπλα
που αντιστοιχούν στο σύνολο της παραγωγής άνω των 16 μηνών. Αντίστοιχα, από τη
Γερμανία, εισάγει το 9,64% των παγκόσμιων εξαγωγών όπλων αυτής της χώρας,
δηλαδή κάθε δέκα χρόνια, αγοράζει το σύνολο της ετήσιας παραγωγής της
γερμανικής πολεμικής βιομηχανίας που προορίζεται για εξαγωγές.
Από
τη Γαλλία, κάθε χρόνο κατά μέσο όρο αγοράζει το 5,51% των παγκόσμιων εξαγωγών
της. Δηλαδή, η Ελλάδα αγόρασε, μέσα στην περίοδο αυτή, το σύνολο της παραγωγής
περίπου δύο ετών της γαλλικής πολεμικής βιομηχανίας, που προορίζεται για
εξαγωγές.
Με βάση τα στοιχεία του SIPRI, η Ελλάδα για
την πενταετία 2001 - 2005 ήταν πρώτη στην παγκόσμια κατάταξη στις εισαγωγές
όπλων από τις ΗΠΑ και δέκατη στις εισαγωγές όπλων μεταξύ όλων των χωρών του
κόσμου, αγοράζοντας το 4% της παγκόσμιας «πίτας» των εξαγωγών όπλων που
γίνονται από όλες τις χώρες.
Ενδεικτικά,
αναφέρουμε ότι στη λίστα των παγκόσμιων «πρωταθλητών» στις εισαγωγές όπλων για
το διάστημα 2007 - 2010, την 1η θέση κατέχει η Ινδία (9,85 δισ. δολ.), τη 2η η
Ν. Κορέα (5,65 δισ. δολ.), την 3η το Πακιστάν (5,36 δισ. δολ.), την 4η η Κίνα
(4,864 εκατ. δολ.) και την 5η θέση κατέχει η Ελλάδα (4.336). Ακολουθούν κατά
σειρά οι χώρες Σιγκαπούρη, Αλγερία, ΗΠΑ, Αυστραλία, Μαλαισία, Αραβικά Εμιράτα,
Τουρκία, Βενεζουέλα κ.λπ. Δεν πρέπει να ξενίζει το γεγονός ότι η Ελλάδα
προηγείται χωρών όπως οι ΗΠΑ και η Τουρκία, γιατί πρόκειται για εισαγωγές όπλων
και οι χώρες αυτές αγοράζουν από την εγχώρια πολεμική βιομηχανία.
Σύμφωνα
με τη νεότερη έκθεση του SIPRI, την πενταετία 2007 - 2011 η Ελλάδα βρισκόταν
στη 10η θέση στην παγκόσμια κατάταξη χωρών που εισάγουν όπλα και ταυτόχρονα
είναι ο μεγαλύτερος εισαγωγέας όπλων στην περιοχή.
Ενδιαφέρον
έχει η διαχρονική εξέλιξη της δαπάνης της Ελλάδας για εισαγωγές όπλων.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του SIPRI, η Ελλάδα την περίοδο:
1960-2010 δαπάνησε 36.895 εκατ. δολάρια
(13η θέση παγκόσμια).
1974-2010 δαπάνησε 32.080 εκατ. δολάρια
(10η θέση παγκόσμια).
1980-2010 δαπάνησε 26.257 εκατ. δολάρια
(10η θέση παγκόσμια).
1990-2010 δαπάνησε 21.394 εκατ. δολάρια
(7η θέση παγκόσμια).
2000-2010 δαπάνησε 11.092 εκατ. δολάρια
(4η θέση παγκόσμια).
Για
τις ανάγκες πολυεθνικών και ΝΑΤΟ. Πρέπει να επισημανθεί ότι οι δαπάνες για τις
οποίες γίνεται λόγος εδώ, δεν είναι γενικά οι αμυντικές δαπάνες της χώρας
(μισθοδοσία προσωπικού Ενόπλων Δυνάμεων, λειτουργικές δαπάνες κ.λπ.), που
ενδεχομένως κατά ένα μέρος τους είναι αναγκαίες και αναπόφευκτες αλλά πρόκειται
αποκλειστικά για εξοπλιστικές δαπάνες και ειδικότερα για τις εισαγωγές όπλων
και οπλικών συστημάτων, που υπηρετούν τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς και
μάλιστα σε βάρος μάλιστα και της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας. Ενδεικτικά να
αναφέρουμε ορισμένες χαρακτηριστικές περιπτώσεις οπλικών συστημάτων μεγάλης
αξίας:
- Οι αντιαεροπορικοί αντιβαλιστικοί
πύραυλοι «Πάτριοτ» έχουν ενταχθεί στο σχεδιασμό του συστήματος «αντιπυραυλικής
προστασίας» των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ.
- Οι πιο σύγχρονες φρεγάτες του ελληνικού
Πολεμικού Ναυτικού έχουν διατεθεί στις ΝΑΤΟικές επιχειρήσεις στη Λιβύη, στη
Σομαλία (αντιμετώπιση πειρατείας), την Αν. Μεσόγειο (πόλεμος κατά της «τρομοκρατίας»).
- Τα ελληνικά ιπτάμενα ραντάρ συμμετείχαν
στις πολεμικές επιχειρήσεις στη Λιβύη (Αερομεταφερόμενο Σύστημα Εγκαιρης
Προειδοποίησης και Ελέγχου).
- Ελληνικά μαχητικά αεροσκάφη F-16 έχουν
πιστοποιηθεί από το ΝΑΤΟ για τη μεταφορά και ρίψη ατομικών βομβών και έχουν
ενταχθεί στον πυρηνικό σχεδιασμό του ΝΑΤΟ.
Σε
πολλές περιπτώσεις, πρόκειται για οπλικά συστήματα που παραμένουν ανενεργά,
καθώς βρίσκεται σε εκκρεμότητα η ολοκλήρωσή τους, ενώ υπάρχει πρόβλημα και στην
ποιότητα και τη χρησιμότητα αυτών των εξοπλισμών. Τα παρακάτω παραδείγματα
είναι αποκαλυπτικά:
- Η αγορά των υποβρυχίων Τ-214, που δώδεκα
χρόνια μετά την ...εσπευσμένη παραγγελία τους και αφού έχουν διατεθεί 2,3 δισ.
ευρώ, το Πολεμικό Ναυτικό έχει παραλάβει μόνο ένα σκάφος το «πειραματικό» το
«Παπανικολής». Επίσης, η σύμβαση του 2002 για ανακατασκευή των τριών παλαιών
υποβρυχίων Τ-209, το κόστος της οποίας έφθασε το ποσό που θα κόστιζε η εξαρχής
κατασκευή τους.
- Η αγορά 170 γερμανικών αρμάτων μάχης
τύπου «Leopard 2 HEL», αξίας 1,7 δισ. ευρώ, τα οποία πέντε χρόνια, μετά την
παραλαβή τους (2006), έμειναν χωρίς πυρομαχικά και ήταν μόνο για ...παρελάσεις.
- Η παρτίδα 50 μαχητικών «F-16» που
παραγγέλθηκαν εσπευσμένα... το έτος 2000, λίγο πριν από τις εκλογές, χωρίς στην
αρχική παραγγελία να περιλαμβάνεται ο κινητήρας και το σύστημα αυτοπροστασίας,
για τα οποία χρειάστηκε να γίνει νέα συμπληρωματική σύμβαση με τους όρους των
Αμερικανών πωλητών.
- Τα 5 αντιτορπιλικά τύπου «Adams» που
ναυπηγήθηκαν στις ΗΠΑ, το διάστημα 1960-1964, ήρθαν στην Ελλάδα μετά το 1991 σε
ηλικία 30 ετών για να αποσυρθούν μετά από 10 χρόνια, αφού προηγουμένως
«εκσυγχρονίστηκαν» με υψηλό κόστος, χωρίς ποτέ να προσφέρουν πραγματική
υπηρεσία στην αμυντική θωράκιση της χώρας.
- Τα συστήματα «Πάτριοτ», για τα οποία οι
Αμερικάνοι επιχείρησαν να παραδώσουν με υποβαθμισμένο το λογισμικό τους.
- Τα 4 αερόστρωμνα (χόβερκραφτ) τύπου
«Zubr» από Ρωσία και Ουκρανία, που ποτέ στην ουσία δεν εντάχθηκαν επιχειρησιακά
στο Πολεμικό Ναυτικό.
Η αμερικανική «βοήθεια» και τα FMF
Ειδικό
κεφάλαιο αποτελεί το χρέος που προέρχεται από τα προγράμματα FMF (αμερικανική
στρατιωτική βοήθεια). Πρόκειται για πρόγραμμα υψηλότοκων δανείων προς την
Ελλάδα από τράπεζες των ΗΠΑ, τα οποία η Ελλάδα συμφώνησε να κατευθύνει
εξολοκλήρου για την αγορά εξοπλιστικού υλικού από την Αμερική! Το έτος 2000, το
συσσωρευμένο χρέος προς τράπεζες των ΗΠΑ, εξαιτίας αυτού του λόγου, ξεπερνούσε
τα 6,3 δισ. δολάρια (δάνεια και τόκοι). Τα προγράμματα αυτά ήταν σε εφαρμογή
του Δόγματος Τρούμαν και αποτελούσαν την άλλη όψη του Σχεδίου Μάρσαλ. Αυτό για
όσους μιλάνε για την ανάγκη ενός «νέου Σχεδίου Μάρσαλ», τη στιγμή που ακόμα, 60
χρόνια μετά, πληρώνουμε το παλιό.
Το
2002, ο τότε υπουργός Εθνικής Αμυνας είχε δηλώσει στη Βουλή απαντώντας σε
Ερώτηση βουλευτών του ΚΚΕ, ότι η κυβέρνηση δεν διαθέτει στοιχεία, πέρα από αυτό
που έχουν οι ΗΠΑ και πιο συγκεκριμένα ότι: «Τα στοιχεία του χρέους από το έτος
1994 και μετά τηρούνται από το υπουργείο Οικονομικών. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα
στοιχεία που μας έχουν κοινοποιηθεί από τις ΗΠΑ, τα οφειλόμενα τοκοχρεολύσια
για δάνεια FMF (για το έτος 2001) ανέρχονται σε 523,25 εκατομμύρια δολάρια.
Διευκρινίζεται ότι οι παρατηρούμενες αυξήσεις, σε σχέση με τον αρχικό
σχεδιασμό, οφείλονται στη μεγάλη διαφοροποίηση της ισοτιμίας του δολαρίου με τη
δραχμή»!
Αποκαλυπτικός
για το ίδιο θέμα ήταν ο πρώην αρχηγός και ΓΕΣ στρατηγός Κ. Παναγιωτάκης, ο
οποίος καταθέτοντας στις 17/11/2008, ως μάρτυρας σε Εξεταστική Επιτροπή της
Βουλής, που διερευνούσε τις προμήθειες εξοπλιστικών προγραμμάτων, που έγιναν
επί υπουργίας των Α. Τσοχατζόπουλου και Γ. Παπαντωνίου, είχε πει ότι η Ελλάδα
επί πολλά χρόνια δεχόταν από τις ΗΠΑ ό,τι περίσσευε, αφού «παίρναμε οπλικά
συστήματα τα οποία ήταν σάπια, με τις λεγόμενες βοήθειες και τα προγράμματα
FMF. Ο,τι περίσσευε μας δίνανε».
Η
μονόπλευρη, συνέχισε ο ίδιος, οδός προμήθειας ορισμένων οπλικών συστημάτων
κυρίως από τους Αμερικανούς «μας δημιούργησε προβλήματα στις σχέσεις μας και
στις επιχειρήσεις μας, αν κάναμε, με τους Τούρκους». «Το ΝΑΤΟ μπορεί να μας
κάνει παρεμβολές όποτε θέλει», συνέχισε ο στρατηγός Κ. Παναγιωτάκης και είπε
ότι η Ελλάδα διαθέτει ήδη αρκετά όπλα για το ΝΑΤΟ. «Πρέπει κάποτε να κρατάμε
και κάποια οπλικά συστήματα για τη δική μας την άμυνα, γιατί το ΝΑΤΟ, όταν
κάνουμε πόλεμο με την Τουρκία δε θα μας βοηθήσει, όπως ξέρετε», είπε.
Η τροφοδότηση του χρέους
Οι
αναγωγές στις εξοπλιστικές δαπάνες γίνονται με σταθερές τιμές του 1990. Για να
υπάρχει, όμως, ένα μέτρο σύγκρισης με τις σημερινές τιμές και για να γίνει
αντιληπτό το μέγεθος της συμμετοχής των δαπανών για εισαγωγές όπλων στη
συσσώρευση του δημόσιου χρέους, θα πρέπει οι παραπάνω τιμές (δολάρια)
τουλάχιστον να τριπλασιαστούν (πληθωρισμός, συναλλαγματικές ισοτιμίες), ώστε να
είναι συγκρίσιμες με τις τιμές του δημόσιου χρέους, το οποίο, στο τέλος του
2010 (προ PSI), έκλεισε στα 328,5 δισ. ευρώ.
Έτσι,
αν λάβουμε υπόψιν, Πρώτον, ότι η δαπάνη για εισαγωγές όπλων στην Ελλάδα το
διάστημα 1974 - 2010, ήταν 32 δισ. δολ. σε σταθερές τιμές του 1990, έτος κατά
το οποίο το ελληνικό ΑΕΠ ήταν 66,7 δισ. δολ., δηλαδή σχεδόν μισό ΑΕΠ του έτους
εκείνου. Δεύτερον, ότι στο τέλος του 2010 το δημόσιο χρέος των 328,5 δισ. ευρώ
(επί 1,3 - 1,4 περίπου η μετατροπή του σε δολάρια) αντιστοιχεί στο 142,76 % του
ΑΕΠ του 2010, που ήταν 230,1 δισ. ευρώ. Τρίτον, τις ετήσιες δαπάνες για εξοπλισμούς
(κυρίως εισαγωγές) ως ποσοστό του ΑΕΠ, που αποτελούν διαχρονικά το 30% - 55%
(μέσος όρος άνω του 40%) του συνόλου του αμυντικών δαπανών της χώρας, οι οποίες
(αμυντικές δαπάνες) κυμαίνονται κατ΄ έτος από 5% έως 2,8% του ΑΕΠ, δηλαδή οι
ετήσιες δαπάνες για εξοπλισμούς (σχεδόν μόνο εισαγωγές) είναι σταθερά ως μέσος
όρος κοντά στο 2% του ΑΕΠ. Τέταρτον, τις ετήσιες αμυντικές δαπάνες σε τρέχουσες
τιμές, ενδεικτικά το 1990 ήταν 1,8 δισ. ευρώ, ενώ το 2006 5,3 δισ. ευρώ το 2009
ήταν 6,6 δισ. ευρώ έτος, κατά το οποίο δαπανήθηκαν για εξοπλισμούς 3,1 δισ.
ευρώ.
Προκύπτει
το συμπέρασμα, με βάση τους πιο μετριοπαθείς υπολογισμούς, λαμβάνοντας υπόψιν
τον πληθωρισμό, τις αλλαγές στις συναλλαγματικές ισοτιμίες και την αύξηση του
ΑΕΠ στη διάρκεια της τελευταίας 20ετίας, ότι για αγορές όπλων (εισαγωγές) μετά
το 1974, έχει διατεθεί τουλάχιστον το ένα τρίτο ενός (ετήσιου) σημερινού
ελληνικού ΑΕΠ (χωρίς τους τόκους)!
Αν
σε αυτό το αρχικό κεφάλαιο υπολογιστούν και οι τόκοι, τότε δεν είναι υπερβολή
ότι πολύ πάνω από το μισό χρέος οφείλεται στις εισαγωγές όπλων, δηλαδή στις
«συμβατικές υποχρεώσεις» που απορρέουν από τη συμμετοχή της χώρας στους
ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, όπως διακηρύττουν οι κυβερνήσεις του
δικομματισμού.
Προς
ενίσχυση αυτής της εκτίμησης, να υπενθυμίσουμε ότι κατά τη συζήτηση του
προϋπολογισμού του 2004, ο τότε υπουργός Οικονομίας Ν. Χριστοδουλάκης, μιλώντας
στο τέλος του 2003 στην Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής, παραδέχθηκε
ότι «τουλάχιστον 25 μονάδες του δημόσιου χρέους (σ.σ. δηλαδή το 1/4 του
χρέους), οφείλονται στις δικαιολογημένες μεν, αλλά ιδιαιτέρως αυξημένες
αμυντικές δαπάνες της χώρας μας», θέλοντας με αυτό τον τρόπο να υποστηρίξει την
άποψη ότι η Ελλάδα, αν αφαιρεθεί η ιδιαιτερότητα των αυξημένων δαπανών για
εξοπλισμούς και δεν υπολογιστεί το χρέος των Ενόπλων Δυνάμεων, τότε εκπληρώνει
τους δείκτες της ΟΝΕ για τα δημοσιονομικά μεγέθη και κυρίως αυτόν του δημόσιου
χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ.
(πηγή:
Ριζοσπάστης)