Να αποφασίσουμε τι θέλουμε

21 Μαρ 2015

Γράφει ο Μιλτιάδης Μακρής

Η χώρα μας είναι μπροστά σε ένα ιστορικό σταυροδρόμι, όπου κάθε απόφαση, ατομική και συνολική, θα έχει πολύ σημαντικές μακροχρόνιες επιπτώσεις για εμάς και τα παιδιά μας. Και τέτοιες ώρες πρέπει όλοι μας να κοιτάξουμε βαθιά μέσα μας και να αποφασίσουμε τι θέλουμε.
Θέλουμε ως λαός να είμαστε μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ή ένα ιστορικό και περήφανο μεν, περιθωριοποιημένο δε, μικρό κράτος στη νότια Ευρώπη;
Η χρεοκοπία θα ήταν καταστροφική για τη χώρα μας. Όλοι το ξέρουν. Ακόμα και η καινούρια κυβέρνηση. Όποιος επίσης πιστεύει ότι η Ευρώπη θα μας ξαναδεχθεί στους κόλπους της μετά από 10-20 χρόνια, ή όσα χρόνια χρειαστούν για να ορθοποδήσει η χώρα μας εκτός Ευρωζώνης, φοβάμαι ότι τρέφει αυταπάτες. Για όσους πιστεύουν ότι οι Ευρωπαίοι εταίροι μας είναι εναντίον μας με διάθεση τιμωρίας, χωρίς αίσθημα αλληλεγγύης, θα πω ότι είναι καιρός πια να σταματήσουμε να βλέπουμε παντού εχθρούς. Ο λόγος και για τα δύο είναι ότι το ευρωπαϊκό οικοδόμημα έχει βασιστεί εξαρχής στη δημιουργία μιας οικονομίας που (θα) διέπεται από έναν υψηλό βαθμό αξιοπιστίας. Αξιοπιστίας που θα πληγεί ανεπανόρθωτα (κατά τα πιστεύω των αρχιτεκτόνων) αν υπάρχει στην Ε.Ε. και Ευρωζώνη μια χώρα, είτε αυτή λέγεται Ελλάδα είτε Ιταλία ή Βέλγιο, ή όπως αλλιώς θέλει ο καθένας, που να έχει υπέρογκο χρέος χωρίς διάθεση να υιοθετήσει τις απαραίτητες διαρθρωτικές οικονομικές αλλαγές.
Ο λόγος που τέτοια αξιοπιστία είναι πολύ σημαντική, φαίνεται με τον πλέον πειστικό τρόπο από το κόστος δανεισμού της Ιταλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου - χωρών που είχαν παρόμοιο χρέος με την Ελλάδα σε σχέση με το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν, πέντε χρόνια πριν. Οι χώρες αυτές, και όχι μόνο, είχαν το σθένος και τη κοινωνική συνοχή να υιοθετήσουν τα απαραίτητα μέτρα πριν είναι αργά στα μάτια των κεφαλαιαγορών (με την Ιταλία να περιμένει όντως μέχρι να βρεθεί ένα βήμα πριν τον γκρεμό) με αποτέλεσμα το κόστος δανεισμού τους να συγκρατηθεί σε επίπεδα που διατηρούν το χρέος τους βιώσιμο. Γι’ αυτό και δεν θα έπρεπε να μας εκπλήσσουν -αλλά να μας λυπούν και ταυτόχρονα να μας εγείρουν- οι διάφορες πρόσφατες δηλώσεις από Ισπανία και Πορτογαλία μεριά (και παλαιότερα του κ. Μόντι) «...εμείς κρατήσαμε τις υποσχέσεις μας και πήραμε τα απαραίτητα μέτρα...». Γι’ αυτό και σαν χώρα θα έπρεπε να παραδειγματιστούμε από τις οικονομικές πολιτικές του Ηνωμένου Βασιλείου τα τελευταία τέσσερα χρόνια, όπου ένα μείγμα εισπρακτικών και διαρθρωτικών μέτρων φαίνεται να εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα του χρέους και την επανεκκίνηση της οικονομίας με πολύ λίγες σχετικά κοινωνικές αντιδράσεις. Και αυτό μας φέρνει στην επόμενη απόφαση που πρέπει να πάρουμε σαν χώρα.

Θέλουμε η χώρα μας να αποτινάξει τα κακώς κείμενα της οικονομίας μας ή όχι, και αν ναι, πώς;
Φυσικά και καταλαβαίνω ότι τα σύνολα των ανθρώπων που θα ζημιωθούν από τις όποιες αναδιαρθρώσεις του οικονομικού μας μοντέλου θα αντισταθούν με σθένος και πείσμα. Τα σύνολα αυτά θα πρέπει όμως να αποφασίσουν αν θέλουν μία εφήμερη σχετική οικονομική ευημερία που θα απορρέει από τα κεκτημένα τους σε μια φτωχή χώρα με δυσοίωνο μέλλον ή μήπως θα έπρεπε να δεχθούν τις αναγκαίες θυσίες για ένα καλύτερο μέλλον. Οι παππούδες μας υπέστησαν τόσες θυσίες για ένα καλύτερο  μέλλον για τα παιδιά τους. Εμείς είμαστε έτοιμοι να κάνουμε το ίδιο για τα παιδιά μας, ακόμα και αν αισθανόμαστε προδομένοι από τους γονείς μας; Στην τελική ανάλυση μπορεί και αυτοί να θέλανε να κάνουνε το ίδιο για τα παιδιά τους αλλά να πήραν λάθος αποφάσεις. Σε αυτές τις κρίσιμες ώρες θα πρέπει να σταματήσουμε να κοιτάμε το παρελθόν και να κοιτάξουμε το μέλλον. Ας μην επαναλάβουμε τα λάθη μας ως έθνος.
Και ένα από αυτά τα λάθη ήταν ότι ανέκαθεν, τις δύσκολες ώρες, οι διάφορες κοινωνικοπολιτικές ομάδες συσπειρώνονταν χρησιμοποιώντας θεωρίες (συνωμοσίας) για ξένους πολιτικούς και οικονομικούς δακτύλους. Παλιά ήταν οι Γερμανοί, μετά οι Άγγλοι, μετά οι Κομμουνιστές ή οι Αμερικάνοι -ανάλογα με τις πολιτικές αποχρώσεις του καθενός- μετά ήταν μόνο οι Αμερικάνοι, τώρα ξαναθυμηθήκαμε τους Γερμανούς! Τόσα χρόνια που μας βόλευε να χρησιμοποιούμε την αξιοπιστία της οικονομικό-πιστωτικής τους πολιτικής (που κέρδισαν μέσω δικών τους θυσιών ακόμα και σε πολύ δύσκολες στιγμές, όπως η γερμανική επανένωση) για την αύξηση του βιοτικού μας επιπέδου (μέσω φθηνών δανείων και ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων που κατέληγαν σε λάθος χρήσεις και επί το πλείστων σε υπερκατανάλωση και τραπεζικές καταθέσεις) οι Γερμανοί ήταν καλοί. Τώρα, που αποφάσισαν (με τις υπόλοιπες δημοσιονομικά υγιείς χώρες) ότι δεν είναι πια διατεθειμένοι να χρηματοδοτούν για πάντα το ελλειμματικό κράτος των Ελλήνων, είναι το Τέταρτο Ράιχ!
Αν θέλουμε να μετεξελιχθούμε σαν έθνος, θα πρέπει να μάθουμε επιτέλους την έννοια της κοινωνικής σύμπραξης. Πρέπει να καταλάβουμε ότι δύσκολες αλλά μακρόβιες αποφάσεις παίρνονται μέσω (έστω και ένθερμων κάποιες φορές) συζητήσεων περί των πραγματικών διαστάσεων των διαφόρων προβλημάτων που καλούμαστε να λύσουμε και όχι μέσω δαιμονοποίησης των απόψεων που δεν συμφωνούν με τις δικές μας. Και αυτό με οδηγεί με τη σειρά του στο τελευταίο ερώτημα.

Θέλουμε τη βοήθεια των εταίρων μας ή όχι;
Από τη μία κατηγορούμε τους πολιτικούς μας για τα έργα τους που μας οδήγησαν στη παρούσα κατάσταση, από την άλλη αντιδρούμε σθεναρά σε οποιαδήποτε, έμμεση ή άμεση, τεχνοκρατική επιτήρηση των οικονομικών πολιτικών μας από Ευρωπαίους τεχνοκράτες. Θα το καταλάβαινα αν τα επιχειρήματα ήταν πολιτικά και οικονομικά. Αλλά δυστυχώς, κάποια συμφέροντα έχουν καταφέρει να επισκιάσουν μια δημιουργική επί της ουσίας αντιπαράθεση με άκρατη ξενοφοβία και ένα μπαράζ αποπροσανατολιστικής ρητορικής.
Δεν φταίνε οι Ευρωπαίοι εταίροι μας που κακοδιαχειριστήκαμε τα εφόδια που μας πρόσφερε η σύμπραξή μας όλα αυτά τα χρόνια (σε αντάλλαγμα φυσικά με την επέκταση των αγορών τους και με τη φτηνότερη για αυτούς νομισματική ισοτιμία). Φταίμε όμως όλοι εμείς (α) είτε γιατί κάποιοι από εμάς είναι διεφθαρμένοι πολιτικοί και επιχειρηματίες, (β) είτε γιατί κάποιοι από εμάς συνεχίζαμε να ψηφίζουμε πολιτικούς που είχαν αποδεδειγμένα (στα μάτια μας τουλάχιστον) κακοδιαχειρισθεί τον δημόσιο πλούτο, (γ) είτε γιατί κάποιοι από εμάς χρησιμοποιήσαμε πολιτικό μέσο για να διορισθούμε στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, (δ) είτε γιατί χρησιμοποιήσαμε τις γνώσεις μας και την εξυπνάδα μας για να πάρουμε άλλη μια δημόσια/κοινοτική χρηματοδότηση και να τη χρησιμοποιήσουμε για να αυξήσουμε τη κατανάλωσή μας και τις τραπεζικές μας καταθέσεις, (ε) είτε γιατί εθελοτυφλούσαμε σε όλα τα στραβά γύρω μας ελπίζοντας ότι δεν θα μας αγγίξουν ποτέ, (ζ) ή επειδή δεχόμασταν τη διαιώνιση της «ψευτομαγκιάς» και της «αφού μας παίρνει» νοοτροπίας.
Και είναι αυτή η νοοτροπία που τώρα απειλεί να μας καταστρέψει σαν χώρα. Γιατί ακόμα και τώρα, αντί να παραδεχθούμε τα λάθη μας σαν ένα πρώτο βήμα προς τη κάθαρσή μας σαν έθνος, πιστεύουμε ότι «μας παίρνει» να μην πάρουμε τα απαραίτητα μέτρα για την εξυγίανση της οικονομίας μας. Το παίζουμε ακόμα και τώρα «ψευτόμαγκες» με το να θυμόμαστε τώρα τις κατοχικές αποζημιώσεις σαν απειλή προς τους «βάρβαρους» Γερμανούς και μας εξιτάρει ο «τσαμπουκάς στις διαπραγματεύσεις». Πιστεύουμε ότι οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι θα συνεχίζουν να μας δανείζουν (α) είτε γιατί αλλιώς θα καταρρεύσει το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, (β) είτε γιατί και οι Γερμανοί δέχθηκαν μεγάλη βοήθεια στο τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ή γιατί οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι μας χρωστάνε τη πολιτισμική τους ταυτότητα. Ε, λοιπόν, όχι! Το πρώτο επιχείρημα είναι μια "κενή απειλή" (σε ορολογία της θεωρίας παιγνίων που έγινε της μόδας τώρα τελευταία) γιατί οι πρώτοι που θα το μετανιώσουν ήμαστε εμείς. Το δεύτερο είναι ένα από τα χειρότερα επιχειρήματα που έχω ακούσει ποτέ. Ο γερμανικός λαός παραδέχθηκε κατά τη διάρκεια των χρόνων μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο τα φρικτά εγκλήματα κάποιων εξ’ αυτών και χρησιμοποίησε τη βοήθεια που έλαβε για να ξαναχτίσει τη χώρα του σε γερά κοινωνικό-πολιτικό-οικονομικά θεμέλια. Οι διαφορές με τη δική μας πρακτική -τηρουμένων φυσικά των αναλογιών- είναι εμφανείς. ‘Όσο για το τρίτο επιχείρημα, πλέον οι εταίροι μας, σε αντίθεση με πολλούς από εμάς, έχουν καταλάβει ότι ο μέσος σύγχρονος ‘Έλληνας δεν έχει να κάνει σε τίποτα με τους αρχαίους προγόνους μας που θαυμάζουν. ‘Όλοι μας, ‘Έλληνες και λοιποί Ευρωπαίοι, χρωστάμε την πολιτισμική μας ταυτότητα στους αρχαίους προγόνους μας. Αλλά εμείς διαλέξαμε να κατεδαφίσουμε ό,τι οι πρόγονοι μας χτίσανε με τα προσόντα που τους προίκισε η φύση. Το κάναμε γιατί ανεχτήκαμε τη «λαμογιά» και «μαγκιά» σαν οδηγούς ζωής στη σύγχρονη Ελλάδα. Αρκεστήκαμε να παρομοιάζουμε τους εαυτούς μας με τους αρχαίους προγόνους μας όποτε (ψευδό-) φιλοσοφούσαμε στην παραλία ή στο καφενείο/καφετέρια πάνω από φραπέ η ούζο με θαλασσινά. Λοιδορήσαμε όποιον προσπάθησε να διαφοροποιηθεί από αυτή τη νοοτροπία και όποιον δεν συμφωνούσε με τις απόψεις μας. Χρησιμοποιήσαμε το κοινώς αποδεχτό μεγαλείο των αρχαίων προγόνων μας για να δικαιολογήσουμε τους εαυτούς μας έναντι των «βαρβάρων» που μας «ζηλεύουν και έχουν απώτερες βλέψεις».
Κάποιοι, συνεχίζοντας τη διαλεκτική τους τακτική, θα βιαστούν να πουν ότι έχασα την εθνική μου ταυτότητα μετά από τόσα χρόνια στο εξωτερικό. Θα απαντήσω ότι για μένα πατριωτισμός και εθνική περηφάνια δεν είναι να εμμένω στο μεγαλείο των προγόνων μου και να επαναπαύομαι σε αυτό, αλλά να τιμώ τη μνήμη και το κληροδότημά τους με το να αναγνωρίζω τα λάθη μου και να προσπαθώ συνεχώς να βελτιώνομαι σαν άνθρωπος και «ως πολιτικό ον». Γιατί μόνο τότε νιώθω ως φυσική συνέχεια τους. Μόνο τότε νιώθω ότι μπορώ, σε αντίθεση με τους Ευρωπαίους εταίρους μας, να λέγομαι Έλληνας.

Ο Μιλτιάδης Μακρής είναι Τακτικός Καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Southampton της Μεγάλης Βρετανίας
(Πηγή: www.protagon.gr)
Share on:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

 
Copyright © Onus News - All Rights Reserved
Developed by Onus News