Γράφει ο Μαυροζαχαράκης Μανόλης
Κοινωνιολόγος - Πολιτικός Επιστήμονας
Ο νομπελίστας
οικονομολόγος Γιόζεφ Στίγκλιτς θεωρεί ότι η κρίση της ευρωζώνης είναι
περισσότερο πολιτική παρά οικονομική, με την έννοια ότι η Ευρώπη πρέπει να
ανησυχεί περισσότερο για το έλλειμμα δημοκρατίας που υπάρχει στους κόλπους της,
παρά για τα δημοσιονομικά ελλείμματα των χωρών που υφίστανται κατά παρέκκλιση
από την συνθήκη του Μάαστριχτ.
Το έλλειμμα
Δημοκρατίας της ΕΕ, συνοψίζεται στην φράση «δύσκαμπτη γραφειοκρατική
ολιγαρχία», υπό την έννοια ότι η ΕΕ είναι ένας κατεξοχήν τεχνοκρατικός μηχανισμός,
που συνήθως αντιμετωπίζει τις προκλήσεις κεκλεισμένων των θυρών.
Από την αφετηρία
της άλλωστε η ευρωπαϊκή ενοποίηση, είχε ελιτίστικα χαρακτηριστικά με ένα
διαχειριστικό έργο υπό την κηδεμονία ενός διευθυντηρίου, το οποίο περνούσε την
ατζέντα του χωρίς να υπολογίζει τις λαϊκές πιέσεις και προσδοκίες.
Οι αποφάσεις
λαμβάνονται χωρίς δημόσια διαβούλευση, και οι περισσότεροι νόμοι σχεδιάζονται
από κλειστές ομάδες του Συμβουλίου της Ένωσης. Οι περισσότερες συνεδριάσεις του
Συμβουλίου των Υπουργών γίνονται με κλειστές τις πόρτες, και η μη εκλεγμένη
Κομισιόν έχει το αποκλειστικό δικαίωμα της νομοθέτησης.
Οι αποφάσεις της ΕΕ
παίρνονται λοιπόν σε απομόνωση, ενώ εδώ και δεκαετίες, οι αξιωματούχοι της
δημιουργούν όργανα και θεσμούς που τους απομονώνουν από τη λαϊκή πίεση, και την
ανάγκη ανταπόκρισης στη κοινή γνώμη. Έτσι, ένας τεράστιος αριθμός από αόρατους
ιθύνοντες, καταφέρνει και αποφεύγει τον έλεγχο, δεν αναλαμβάνει τις ευθύνες του
και δεν λογοδοτεί για τις συνέπειες των πράξεων του.
Αυτό το καθεστώς
έχει συντελέσει στην αδυναμία αποτελεσματικής ανταπόκρισης της ΕΕ στα γεγονότα.
Ενώ λοιπόν η σωστή αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης απαιτούσε σθεναρή
πολιτική ηγεσία με ενόραση και πολιτικούς που
θα προσπαθούσαν να κερδίσουν τη λαϊκή υποστήριξη για τα απαραίτητα
σκληρά στον βαθμό που έπρεπε απαραίτητα να υλοποιηθούν μέτρα, λέγοντας την
απόλυτη αλήθεια στους λαούς, αντικρίσαμε μια ευρωπαϊκή ηγεσία που προτίμησε την
τακτική του σαλαμιού, φανερώνοντας την αλήθεια «κομμάτι, κομμάτι» και συνήθως
πολύ καθυστερημένα.
Αντί λοιπόν στις
συνόδους κορυφής να θεσπιστεί οριστικά και αμετάκλητα το ευρωομόλογο, ο
πανευρωπαϊκός φόρος χρηματοπιστωτικών συναλλαγών (φόρος TOBIN), η αυστηρότερη
εποπτεία των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, ένας ευρωπαϊκός οίκος αξιολόγησης,
ένα ευρωπαϊκό σύμφωνο επενδύσεων και εργασίας για την ευρωπαϊκή περιφέρεια, ένα
πανευρωπαϊκό Υπουργείο Οικονομικών, ένα πανευρωπαϊκό μνημόνιο κοινωνικής
προστασίας και για τι όχι ένα Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο, έγιναν μόνο
αποσπασματικά βήματα και όχι πάντα στην σωστή κατεύθυνση.
Τα ευχολόγια και τα
ημίμετρα έγιναν διαχειριστικός κανόνας της κρίσης. Το πρόβλημα είναι
ουσιαστικό, διότι είναι πρόβλημα Δημοκρατίας. Αν δεν συναινέσει ένα σημαντικό
κομμάτι του ευρωπαϊκού πληθυσμού, δύσκολα θα επανέλθει η δημοσιονομική τάξη
στην Ευρώπη.
Εντούτοις η ΕΕ
στερείται μιας πεφωτισμένης ηγεσίας που θα μπορούσε με τις απαιτούμενες
πολιτικές να αποσπάσει τις απαραίτητες συναινέσεις. Συνηθισμένοι να λειτουργούν
πίσω από κλειστές πόρτες, οι πολιτικοί της ΕΕ δύσκολα μπορούν να μετατραπούν σε
πειστικούς ηγέτες. Εύλογα επομένως τι
ζήτημα του ελλείμματος δημοκρατίας στης ΕΕ, δεν προσδιορίζεται από τον ο
Στίγκλιτς μονομερώς με θεσμικούς και πολιτειακούς
όρους αλλά και με οικονομικούς. Ως εκ τούτου ο οικονομολόγος έχει επισημάνει
ότι υπάρχουν δύο 2 συνθήκες του Μάαστριχτ, μία για τις μεγάλες και ισχυρές
χώρες και μια άλλη για τις μικρότερες και λιγότερο ισχυρές. Όταν οι ισχυρές
χώρες παραβιάζουν τους κανόνες υπάρχουν μόνο αυστηρές προφορικές δηλώσεις,
ελάχιστες όμως ουσιώδεις αντιδράσεις.
Σε κάθε περίπτωση η
σημερινή ευρωπαϊκή ηγεσία δεν αντιλαμβάνεται ότι οι σημερινές οικονομίες της
Ευρώπης στο σύνολο τους και όχι μόνο στην Ελλάδα τελούνε υπό ύφεση. Για αυτό
απαιτούνται πρωτοβουλίες σε όλη την Ευρώπη για την τόνωση της αγοραστικής
δύναμης, μέσα από μέτρα αναδιανομής, μέσα από μέτρα ισομετρικής και αναλογικής
φορολογίας κοκ.
Αντί αυτού όμως
παρατηρείται αυτό που εύστοχα ο νομπελίστας Πωλ Κρούγκμαν επισήμανε ως
«εξαφάνιση της ανεργίας από την κορυφή της ατζέντας των κέντρων λήψης αποφάσεων
και η αντικατάστασή της από τον πανικό για το έλλειμμα». Η συζήτηση κατά τον
Κρούγκμαν τόσο στην Ουάσινγκτον, όσο και στις Βρυξέλλες περιστρέφεται μόνο γύρω
από τις περικοπές των δαπανών και ίσως στην αύξηση της φορολογίας. Οι χώρες αναγκάζονται
να εφαρμόσουν δραστική δημοσιονομική λιτότητα. Αυτό σημαίνει ότι ολόκληρη η
Ευρώπη πρέπει να περικόψει τις δαπάνες. Αυτό όμως σημαίνει μείωση της
αγοραστικής δύναμης και σε τελική ανάλυση της ζήτησης, δηλαδή της συνολικής
κατανάλωσης. Αυτή η πολιτική στο σύνολο της αναιρεί ένα μεγάλο στοιχείο
ελκυστικότητας του καπιταλισμού. Το στοιχείο αυτό συνοψίζεται στην ελευθερία
του καταναλωτή ή στην Δημοκρατία των καταναλωτών, στην δυνατότητα δηλαδή
ελεύθερης επιλογής αγαθών, υπό την προϋπόθεση ύπαρξης των ανάλογων υλικών όρων
υπό μορφή χρήματος. Για να λειτουργεί η Δημοκρατία των καταναλωτών χρειάζεται
απρόσκοπτη ρευστότητα στην αγορά. Η απρόσκοπτη ρευστότητα που εν δυνάμει είναι
συνυφασμένη με την ελευθερία επιλογής και της αφθονίας, δίνοντας στον καπιταλισμό
με φιλοσοφικούς όρους την συγκριτική υπεροχή έναντι όλων των άλλων συστημάτων
κοινωνικής οργάνωσης. Αυτή η συγκριτική υπεροχή του καπιταλισμού φαίνεται
σήμερα υπό συνθήκες κρίσης να καταρρέει. Καταρρέει δηλαδή ένα απαράβατος όρος
του καπιταλισμού.
Διότι όπως εύστοχα
τονίζει και ο Μπέντζαμιν Μπάρμπερ η πρωταρχική ταυτότητα του ανθρώπου στον
σύγχρονο καπιταλισμό είναι εκείνη του καταναλωτή και όχι του πολίτη. Υπό αυτή
την έννοια η ιδέα ότι «θα αλλάξουμε τον κόσμο μέσα από την ιδιωτική κατανάλωση
είναι ένα παραμύθι» με ανεπιτυχές τέλος όπως φαίνεται σήμερα. Αποδείχτηκε ότι η
αλλαγή δεν μπορεί να έρθει απλώς από ατομικές επιλογές δαπάνης. «Αν εμείς
αναδιπλωθούμε στη σφαίρα της ατομικής δράσης και απαρνηθούμε τον συλλογικό ρόλο
μας στην πολιτική, είναι σαν να αποδεχόμαστε την ήττα μας» τονίζει ο Μπάρμπερ.
Το αληθινό παράδοξο τονίζει «είναι το ότι ζούμε σε έναν κόσμο στον οποίο όποιος
έχει το χρήμα δεν έχει πλέον πραγματικές ανάγκες, ενώ όποιος έχει ακόμα
πελώριες ανικανοποίητες ανάγκες δεν διαθέτει αγοραστική δύναμη».
Έπεται επομένως ότι
εάν δεν υποχρεώσουμε τον καπιταλισμό να ικανοποιεί τις υλικές ανάγκες εκεί όπου
αυτές υπάρχουν, με νέα ανάπτυξη, πιο υγιή και πιο δίκαιη, η ανθρωπότητα θα
διαβεί απρόβλεπτα μονοπάτια βαρβαρότητας.